Τρίτη 17 Απριλίου 2007

Αναθεώρηση του άρθρου 100 και Συνταγματικό Δικαστήριο:

προς δημοσίευση στο έντυπο του Σ.Φ. Νομικής «Δικαιόπολις»

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της τελευταίας πολυπαθούς αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η αναθεώρηση του άρθρου 100 Σ., δηλαδή η πρόταση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου, και η καθιέρωση ενός μεικτού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας, «σύμφωνα με το πρότυπο πολλών ευρωπαϊκών χωρών».

Βέβαια, το πρότυπο των ευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν αυτό που μέχρι τώρα ακολουθούσε η διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στα ελληνικά δικαστήρια. Το μοντέλο που τα ελληνικά δικαστήρια ακολουθούν, αυτό του παρεμπίπτοντος συγκεκριμένου και διάχυτου ελέγχου, μοιάζει μάλλον με το αμερικανικό σύστημα, και στη δομή αλλά και στη νομική θεμελίωσή του. Η ευρωπαϊκή παράδοση των Συνταγματικών Δικαστηρίων και Συμβουλίων είναι μεταγενέστερη και διαφορετική, και ως προς τις λειτουργίες και ως προς τη λογική της.

Το ελληνικό σύστημα δίνει σε κάθε δικαστήριο, ως το συνταγματικά καθιερωμένο εφαρμοστή των νόμων, τη δυνατότητα να ελέγχει τη συνταγματικότητα ενός νόμου, όταν καλείται να τον εφαρμόσει, και σε περίπτωση που αυτός κριθεί αντισυνταγματικός, να τον παραμερίζει. Υπάρχει συγκεκριμένη λογική πίσω από αυτό το σύστημα. Το Σύνταγμα θεωρείται ως ο θεμελιώδης νόμος του πολιτεύματος, ως η ουσία αυτού. Γι’ αυτό στέκεται πάνω από κάθε νόμο που η συντεταγμένη νομοθετική εξουσία θεσπίζει. Έτσι, ένας νόμος δεν μπορεί να καταργεί το Σύνταγμα. Αυτό μπορεί να γίνει σε περιορισμένη έκταση μόνο μέσω της συντεταγμένης αναθεωρητικής διαδικασίας. Ο έλληνας δικαστής καλείται να περιφρουρήσει αυτή τη διαδικασία, όχι ως μία επιπλέον αρμοδιότητά του, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας, του καθήκοντός του να εφαρμόζει το νόμο. Με αυτή ακριβώς τη λογική, ανατίθεται το καθήκον αυτό σε κάθε δικαστή.

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων μόλις με το τελευταίο Σύνταγμα αποτέλεσε γραπτή διάταξη. Μέσα όμως από τη λογική και νομική θεμελίωση που συνοπτικά περιγράφηκε παραπάνω, ο έλεγχος αυτός έχει καθιερωθεί από τις αρχές ακόμη του αιώνα και αποτελεί βέλος στη φαρέτρα του έλληνα δικαστή. Το σύστημα αυτό δίνει, λόγω του διάχυτου ελέγχου, τη δυνατότητα σε κάθε δικαστή να παραμερίσει έναν αντισυνταγματικό νόμο, και άρα σε κάθε πολίτη να διεκδικήσει τη μη εφαρμογή ενός νόμου που βλάπτει τα δικαιώματά του. Αυτή η αποκεντρωμένη λειτουργία δίνει την εντύπωση μιας δικαιοσύνης πιο κοντά στο πολίτη και συντελεί στη (δικαιολογημένη ή όχι) δημιουργία αίσθησης εμπιστοσύνης προς το δικαστήριο, σε αντίθεση με την συχνά αναξιόπιστη και απειλητική νομοθετική εξουσία.

Από την άλλη πλευρά, το σύστημα της Συνταγματικής Δικαιοσύνης αποτελεί μεσοπολεμική, και άρα ύστερη της ελληνικής, επινόηση, βασισμένη κυρίως στην αρχή του κράτους δικαίου, όπως διατυπώθηκε από τον Hans Kelsen. Η Συνταγματική Δικαιοσύνη δεν εντάσσεται απόλυτα στη δικαστική εξουσία, αλλά αποτελεί ένα ιδιόμορφο έργο. Η λειτουργία του Συνταγματικού «Δικαστηρίου», ή καλύτερα στη Γαλλία, Συμβουλίου, είναι ο συγκεντρωτικός έλεγχος των νόμων, με δυνατότητα κατάργησης αυτών. Κύριος σκοπός του συστήματος αυτού είναι να εξασφαλίσει την ενότητα του κράτους δικαίου, μία δηλαδή άψογη πυραμιδική κατασκευή της έννομης τάξης. Το Σύνταγμα αντιμετωπίζεται ως ο νόμος με την ανώτερη ισχύ, και γι’ αυτό όλοι οι κατώτεροι νόμοι πρέπει να συμμορφώνονται με αυτό. Η συνταγματική δικαιοσύνη επωμίζεται λοιπόν το καθήκον διατήρησης της ομοιομορφίας και τελειότητας του συστήματος αυτού, ώστε να μην υπάρχουν νόμοι που χαλούν το οικοδόμημα του κράτους δικαίου.

Υπάρχει μια λεπτή διαφοροποίηση στην οπτική αυτή, που έχει όμως σημαντικές συνέπειες στην έννομη τάξη. Το ευρωπαϊκό σύστημα στρέφει το φως στο νόμο, την ομοιομορφία και την τελειότητα του οικοδομήματος του νομικού συστήματος. Εξασφαλίζει έτσι (ή τουλάχιστον προσπαθεί) ένα αξιόπιστο σύστημα ρυθμίσεων, ένα αφτιασίδωτο πρόσωπο κράτους δικαίου που οπλίζει τους πολίτες με σιγουριά για το τί ισχύει, ό,τι κι αν είναι αυτό και όσο ανεπιεικές ή άδικο φανεί σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Τυπική γερμανική λογική, δεν νομίζετε; Το ελληνικό σύστημα όμως, μέσω του διάχυτου και ενίοτε χαοτικού ελέγχου, που σε τεχνοκρατικές λογικές φαίνεται παρωχημένος, δίνει στη πραγματικότητα έμφαση στον άνθρωπο. Πάνω από το νόμο και το κατασκεύασμα του κράτους δικαίου, το αποκεντρωμένο σύστημα ελέγχου δίνει βάρος στην ατομική περίπτωση, στα δικαιώματα του συγκεκριμένου διαδίκου, και αυτά επιδιώκει να προστατεύσει, όταν σε μία περίπτωση κληθεί να εφαρμόσει ή να παραμερίσει ένα νόμο. Χάνεται λοιπόν μια μερίδα εμπιστοσύνης του δικαίου, αλλά αντικαθίσταται με μία ευλυγισία του δικαστή να προσαρμόσει το δίκαιο στις εξελίξεις των ιδεών και των πραγμάτων, και στη κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Αξίζει να πραγματευτούμε ένα ένα τα επιχειρήματα της κυβέρνησης όπως αυτά προκύπτουν από την εισηγητική έκθεση για την αναθεώρηση του Συντάγματος:

- Το γεγονός όμως ότι μπορεί να υπάρχουν αντίθετες κρίσεις των δικαστηρίων σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός νόμου, κατάσταση που δημιουργεί εύλογη αβεβαιότητα και ανασφάλεια δικαίου, τόσο στους πολίτες όσο και στη Διοίκηση συνιστά, κατά γενική παραδοχή, μειονέκτημα του συστήματος του διάχυτου ελέγχου. Γι’ αυτό, άλλωστε, το άρθρο 100 του Συντάγματος προβλέπει την αρμοδιότητα του Α.Ε.Δ. για την άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Το επιχείρημα αυτό δεν είναι άστοχο. Αντεπιχειρήματα και αντίστοιχα οφέλη όμως του διάχυτου συστήματος αναφέρθηκαν παραπάνω. Άλλωστε η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται πως την επιθυμητή λειτουργία επιτελεί το ΑΕΔ. Γιατί λοιπόν δεν ενισχύουν απλά το ΑΕΔ, με τη διαδικασία άρσης της αμφισβήτησης;

- Περαιτέρω προβληματισμό δημιουργεί επίσης και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το σύστημα του διάχυτου ελέγχου, ένας νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός πολλά χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του, με αναδρομική δύναμη, με αποτέλεσμα ν’ ανατρέπονται διαμορφωμένες καταστάσεις, να διαψεύδεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών, αλλά και να δημιουργούνται διόλου ευκαταφρόνητα προβλήματα πρακτικής φύσεως, μεταξύ των οποίων και η υπέρμετρη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, που έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την ανατροπή του οικονομικού προγραμματισμού της εκάστοτε Κυβέρνησης με επαχθείς συνέπειες για τους ίδιους τους πολίτες. Ο νόμος κρίνεται παρεμπιπτόντως αντισυνταγματικός και δεν καταργείται. Δεν ανατρέπει λοιπόν αναδρομικά την έννομη τάξη αλλά μία ατομική περίπτωση. Άλλωστε ένας νόμος μπορεί με την εξέλιξη του πολιτεύματος και της αντίληψης δικαστή και κοινωνίας, να κριθεί πολύ μετά την θέσπισή του αντισυνταγματικός. Αυτό δεν είναι κάτι αρνητικό. Οι ιδέες αλλάζουν, το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι νόμοι. Ως προς το δεύτερο επιχείρημα της εισηγητικής έκθεσης, δείχνει ίσως με μεγαλύτερη ειλικρίνεια τη σκοπιμότητα της πρότασης. Το να μην επιβάλλονται δηλαδή υπέρμετρα βάρη στο προϋπολογισμό από παροχές που κατακυρώνονται λόγω συνήθως επεκτατικής εφαρμογής νόμου που τις προβλέπει για συγκεκριμένες κατηγορίες, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ισότητας (των παροχών). Το πρόβλημα εδώ δε βρίσκεται στις πρακτικές του δικαστή, αλλά του νομοθέτη. Δεν είναι επιτρεπτές οι, συνήθως δόλιων σκοπιμοτήτων όπως η διάσπαση ενός ενιαίου διεκδικητικού μετώπου εργαζομένων, άνισες παροχές μεταξύ παρόμοιων κατηγοριών. Άλλωστε η δημοσιονομική πολιτική δε πρέπει να γίνεται ούτε από τη μία με χαριστικές παροχές σε συγκεκριμένες κατηγορίες αλλά κυρίως ούτε με νόμους που δίνουν παροχές σε επιλεγμένες κατηγορίες, σε βάρος της αρχής της ισότητας. Και μία αντισυνταγματική δημοσιονομική πολιτική πρέπει να ελέγχεται.

- Εξάλλου, η προβλεπόμενη στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος διαδικασία για την αμετάκλητη κρίση της συνταγματικότητας ενός νόμου συνδέεται με τη διεξαγωγή μακρόχρονων δικαστικών αγώνων σε όλους σχεδόν τους βαθμούς της οικείας δικαιοδοσίας- και αρκετές φορές σε δικαστήρια διαφορετικών δικαιοδοσιών- έως ότου εκδοθεί η δικαστική απόφαση που αίρει τη σχετική αμφισβήτηση. Η παρατεταμένη αυτή ανασφάλεια δικαίου δεν μπορεί να συνδυασθεί αρμονικά με την ταυτόχρονη κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος της δικαστικής προστασίας.
Αυτό το επιχείρημα είναι σοβαρό, αλλά το πρόβλημα αντιμετωπίζεται
με άλλα, λιγότερο ριζικά μέτρα αποσυμφόρησης των δικαστηρίων, και όχι με το ξερίζωμα μίας αιωνόβιας συνταγματικής παράδοσης.

- Στο πλαίσιο του ανωτέρω προβληματισμού θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η μεταβλητή σύνθεση των μελών του Α.Ε.Δ., αφού το ανώτατο αυτό δικαστήριο συγκροτείται, στην πλειοψηφία του, από δικαστές που καλούνται κατά περίπτωση και για περιορισμένο χρονικό διάστημα ν’ ασκήσουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου. Η μεταβλητότητα αυτή δεν ευνοεί τη διαμόρφωση πάγιας νομολογίας από το Α.Ε.Δ.
Και αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με αλλαγές στο τρόπο συγκρότησης του ΑΕΔ, και όχι με αντικατάστασή του από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο.

Προτείνεται από την εισηγητική έκθεση η καθιέρωση ενός μεικτού συστήματος, «η μετατροπή του Α.Ε.Δ. σε Συνταγματικό Δικαστήριο, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του σε θέματα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ύστερα από παραπομπή από τις οικείες Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, με ταυτόχρονη διατήρηση της αρμοδιότητας όλων των δικαστηρίων, όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών, να ελέγχουν τη συνταγματικότητα του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, με την παράλληλη όμως υποχρέωσή τους να παραπέμπουν το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας που τυχόν ανακύπτει ενώπιόν τους στην Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου». Απορίες δημιουργούνται βέβαια για το πώς θα λειτουργήσει το σύστημα αυτό, είναι όμως δεδομένος ο περιορισμός του διάχυτου ελέγχου, με όλες τις συνέπειες που καταγράφηκαν παραπάνω.

Επιπλέον είναι ενδιαφέρουσα η μνεία της εισηγητικής έκθεσης στον έλεγχο συμβατότητας του νόμου με το διεθνές δίκαιο που θα κάνει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αυτό αποκτά ενδιαφέρον κυρίως στον κοινοτικό τομέα, σε σύνδεση με την ύπαρξη Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ποια στάση θα κρατήσει ένα Συνταγματικό Δικαστήριο απέναντι στο ΔΕΚ. Ένας εθνικός δικαστής μπορούσε να παραμερίσει μια κοινοτικής προέλευσης διάταξη χωρίς βαριές συνέπειες. Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα κληθεί να τη καταργήσει; Πώς μπορεί πολιτικά να το κάνει αυτό; Και αν δε μπορεί, ποιος θα είναι ο ρόλος του; Η νομιμοποίηση των κοινοτικών εντολών; Είναι ρόλος αυτός μιας Συνταγματικής Δικαιοσύνης;

Υπάρχουν βέβαια και σκοπιμότητες που δεν αναφέρονται στην εισηγητική έκθεση. Είναι χαρακτηριστικό πως τα μέλη του Δικαστηρίου αυτού θα διορίζονται από τις κυβερνήσεις. Είναι πολλές οι φωνές που λένε πως τα δύο κόμματα και οι συνταγματολόγοι τους, θέλουν ένα δικαστήριο, που αν δε τους υπηρετεί υπάκουα, τουλάχιστον δε θα μπλέκεται στα πόδια τους, όπως έκανε ως τώρα ο έλληνας δικαστής και κυρίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που με αποφάσεις του ουσιαστικά εμπόδισε σημαντικά κομμάτια έργων και πολιτικών των κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα όσον αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα, για παράδειγμα το άλλο πολύπαθες άρθρο 24 για τα δάση, πολλές αποφάσεις του ΣτΕ έβαλαν φρένο στην αναπτυξιακή, οικοδομική και αντιοικολογική πολιτική κυβερνήσεων. Μεγάλα παραδείγματα αποτελούν η κατασκευή της Εγνατίας οδού, που άλλαξε πολλάκις προς συμμόρφωση δικαστικών αποφάσεων, η εκτροπή του Αχελώου, που δεκάδες φορές το ΣτΕ εμπόδισε και ο νυν υπουργός προσπαθεί να περάσει το σκόπελο αυτό με τη νομοθετική κατοχύρωση της σύμβασης, και ακόμη η διεξαγόμενη μάχη πολλών μετώπων για τη κατασκευή της υποθαλάσσιας αρτηρίας στη Θεσσαλονίκη και τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Βέβαια το ΣτΕ δε μπορεί να σταματήσει έργα τέτοιο μεγέθους, και ούτε είναι η δουλειά του αυτή. Η μετωπική αντιπαράθεση σε πολιτικές είναι πολιτική αντιπαράθεση, και άρα δουλειά κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών οργανώσεων. Για αυτό δε πρέπει να υπάρχει ψευδαίσθηση για έναν τυχόν ρηξικέλευθο ρόλο της δικαιοσύνης. Η δικαστική αντιπαράθεση σε πολιτικές έχει εμφανή όρια. Παρόλα αυτά όμως ο ρόλος του ΣτΕ είναι σημαντικός και θα πρέπει να τύχει υπεράσπισης, ως ένα κομμάτι του οπλοστασίου του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν χαρακτηριστικά το πώς αμφότερα τα κόμματα εξουσίας αντιλαμβάνονται τη μεταρρύθμιση, και όσον αφορά τη κατεύθυνση, αλλά και το τρόπο. Φαίνεται, όχι μόνο από τα παραπάνω, αλλά γενικότερα, η σε γενικές γραμμές ταύτιση των μεταρρυθμιστικών πολιτικών των δύο κομμάτων, η νεοφιλελεύθερη κατεύθυνσή της ταυτόχρονα με την ενδυνάμωση του κράτους (μέσω του μοντέλου Συνταγματικής Δικαιοσύνης και όχι μόνο) απέναντι στο πολίτη. Αυτό δείχνει από τη πλευρά του πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι υποχώρηση του κράτους αλλά μετασχηματισμός του ρόλου του, και ενίσχυσή του σε τομείς όπως η ασφάλεια, αλλά και στο τομέα του συνταγματικού ελέγχου στη δική μας περίπτωση, στη δημιουργία ενός πιο αυστηρού και απρόσωπου, τυπικά δίκαιου και κατά περίπτωση ανάλγητου κράτους. Επιπλέον δείχνει πως οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση (όχι ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ γενικά και αόριστα, όπως επαγγέλλεται ο πρωθυπουργός), εκτός από νεοφιλελεύθερες είναι ανερμάτιστες, χωρίς αίσθηση συνέχειας και χωρίς σεβασμό σε μία παράδοση, πολιτική, δικαστική ή ό,τι άλλο, που δεν έχει μόνο ελαττώματα. Μεταρρυθμίσεις χωρίς τομές αλλά με ρήγματα, χωρίς θαρραλέα βήματα (ό,τι κι αν πούμε άλλωστε για την αναθεώρηση του αρ. 16 Σ. ή το νόμο πλαίσιο, δεν αποτελούν βαθιές τομές στην ήδη εντατικοποιημένη και αγοραία πανεπιστημιακή εκπαίδευση), αλλά με δόλια νυχτοπερπατήματα. Μεταρρυθμίσεις που κινούνται ούτως ή άλλως στη μόνη κατεύθυνση που τα δύο τουλάχιστον κόμματα, ταξικά μεροληπτικά, ταλανιζόμενα από τη διαφθορά και τη διαπλοκή, και συντεχνιακά εγκλωβισμένα θα μπορούσαν να την οδηγήσουν. Στον μεγαλοαστικών συμφερόντων νεοφιλελεύθερο κατήφορο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: