Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

η αξιολόγηση α λα νεολιμπεράλ

από www.sofokleous10.gr



ιδιαίτερα αποκαλυπτικό το παρακάτω κείμενο για το ρόλο των εταιριών αξιολόγησης. Λίγες παρατηρήσεις εκ μέρους μου:

1) έτσι γίνεται αντιληπτή η έννοια της αξιολόγησης εν γένει από τη νεοφιλελεύθερη ελίτ. Αυτού του τύπου η αξιολόγηση είναι που θέλει να διορθώσει το «γραφειοκρατικό» και αναξιόπιστο κράτος. Εδώ βλέπουμε πως όχι μόνο κάθε αξιολόγηση βασίζεται ξεκάθαρα σε μία πολιτική επιλογή - αυτή των κριτηρίων αξιολόγησης και της κατεύθυνσης της κριτικής και άρα της επιθυμητής κατεύθυνσης αναμόρφωσης του κρινόμενου - αλλά ότι συχνά τα κίνητρά της είναι υστερόβουλα έως χυδαία.
2) το γεγονός ότι - κατά τη γνώμη μου - η δήλωση περί κατασκευασμένης κρίσης δε σημαίνει ότι η ελλάδα δεν είχε τεράστιο πρόβλημα χρέους και λίγες δυνατότητες αποπληρωμής του. Σημαίνει ότι η συγκυρία που αυτή η κρίση ξέσπασε, ο λόγος, η πεισματική αντίδραση των αγορών να αλλάξουν την αξιολόγηση παρά τις αρχικές κινήσεις που είχε κάνει η ελλάδα, όλα αυτά πιθανόν να είχαν -κυρίως- μία σειρά κινήτρων ξένων προς τη πραγματική κατάσταση της οικονομίας μας.
3)είναι εξοργιστικό που ένα τόσο απλό κείμενο, που λέει τα απλά και αυτονόητα, μου προξένησε τόσο μεγάλη εντύπωση, καθώς διαφώτισε τη λειτουργία των οίκων αξιολόγησης. Αυτό μπορεί να σημαίνει 2 πράγματα: α) τα διαβάσματα μου για τη κρίση είναι ελλειπή και δε ξέρω τί μου γίνεται, και θα έπρεπε να ντρέπομαι δεδομένου του μορφωτικού μου και καλά επιπέδου β) η διανόηση και η ενημέρωση στην ελλάδα είναι τόσο νωχελική και στείρα, που δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να καταστήσει σαφή στη κοινή γνώμη τα αυτονόητα και απλούστερα για την οικονομική κρίση. Κάτι τέτοιο μπορεί να προκύπτει είτε από συμφέροντα είτε από αδυναμία. Και τα δύο πάντως κάνουν τη κατάσταση απελπιστική και μειώνουν δραματικά τις δυνατότητες κατανόησης της κατάστασης από το λαό, οπότε και της πιθανής αλλαγής της



Παίζοντας το .. Θεό:Ο μυστικός πόλεμος των εταιρείων αξιολόγησης

ΕκτύπωσηPDF
capitlismsmΗ συζήτηση για τη δύναμη των τριών βασικών εξουσιών,  της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής αλλά και για τη δύναμη των ΜΜΕ, είναι αέναη και τα σκάνδαλα κατάχρησης εξουσίας που κατά καιρούς έχουν ξεσπάσει εντός και εκτός Ελλάδας είναι αμέτρητα. Παρόλα αυτά, η δημοκρατία έχει αναπτύξει αυτοελεγκτικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων προσπαθεί να δρα αναγνωριστικά των όποιων καταχρηστικών ή παράνομων συμπεριφορών κατά την άσκηση των παραπάνω βασικών εξουσιών και να επιχειρεί να τιμωρεί τους παραβάτες, έστω και με έμμεσους τρόπους.
Η δημιουργία της χρηματιστηριακής οικονομίας, ωστόσο, το ολοένα αυξανόμενο μέγεθός της και η σταθερά σημαντικότερη επιρροή της στην πραγματική οικονομία, έχουν αναδείξει νέες μορφές και όργανα παγκόσμιας εξουσίας, των οποίων η δύναμη δε γίνεται εύκολα κατανοητή με αποτέλεσμα να περνούν ‘απαρατήρητα’ μέχρι να είναι πολύ αργά για να προστατευτεί κανείς από αυτά, ενώ το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι πως δεν υπάρχει κανένας, απολύτως, μηχανισμός ελέγχου και αξιολόγησης τους. Τα όργανα αυτά κρίνουν χωρίς να κρίνονται και οποιαδήποτε απόπειρα αμφισβήτησης των συμπερασμάτων τους αντιμετωπίζεται με καχυποψία και τελικά πέφτει στο κενό.

Ένα από τα ισχυρότερα όργανα παγκόσμιας εξουσίας είναι οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, Fitch και S&P, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα γνωστές στην Ελλάδα για το ρόλο τους στην ελληνική κρίση. Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανικός δημοσιογράφος Thomas Friedman, είχε πει χαρακτηριστικά το 1996 σχολιάζοντας τη δύναμη μίας εξ αυτών των εταιριών: ‘Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις στον κόσμο σήμερα, κατά τη γνώμη μου. Είναι από τη μία οι ΗΠΑ και από την άλλη η υπηρεσία πιστοληπτικής αξιολόγησης ομολόγων της Moody’s. Οι ΗΠΑ μπορούν να σε καταστρέψουν με βόμβες και η Moody’s μπορεί να σε καταστρέψει με το να υποβαθμίσει τα ομόλογα σου. Και πιστέψτε με δεν είναι ξεκάθαρο, πάντα, ποιος είναι ο πιο δυνατός από τους δύο.’

Στο μοντέρνο οικονομικό σύστημα οι χώρες και οι εταιρίες βασίζουν σε ένα τεράστιο βαθμό την επιβίωση και το μέλλον τους στη δυνατότητα χρηματοδότησης των αναγκών τους με δανεικά κεφάλαια. Αυτό γίνεται μέσω της έκδοσης ομολόγων τα οποία αποτελούν ομολογία χρέους του δανειζόμενου προς το δανειστή του. Οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα βαθμολογίας των ομολόγων που εκδίδουν τα κράτη και οι εταιρίες, το οποίο συνδέεται άμεσα και αποφασιστικά με την χρηματιστηριακή αγορά εμπορίας χρέους και παροχής δανεικών κεφαλαίων, με μία σχέση πολύ απλή: όσο καλύτερη η βαθμολογία τόσο χαμηλότερο το κόστος δανεισμού και όσο χειρότερη, τόσο υψηλότερο.

Αν, για οποιοδήποτε λόγο, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης αποφασίσουν να βαθμολογήσουν με άριστα τα ομόλογα ενός κράτους, μίας εταιρίας κλπ τότε, ασχέτως της πραγματικής τους οικονομικής κατάστασης, θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεικά κεφάλαια με πολύ χαμηλό κόστος και έτσι θα έχουν, πάντα, τη δυνατότητα να επιβιώσουν αλλά και την ευκαιρία και το χρόνο να προβούν στις όποιες διαρθρωτικές κινήσεις απαιτείται προκειμένου να εξυγιάνουν προβληματικούς τομείς τους. Αντίθετα, αν η βαθμολογία γίνει έντονα αρνητική, τότε η στρόφιγγα της χρηματοδότησης κλείνει, προκαλώντας οικονομική ασφυξία ακόμη και στο ισχυρότερο κράτος ή την πιο υγιή εταιρία.

Έτσι, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης κρατούν στα χέρια τους τις μοίρες ολόκληρων χωρών και η δύναμη αυτή είναι από μόνη της τρομακτική, πόσο μάλλον όταν σκεφτούμε πως έχουν εμπλακεί, παλαιότερα και πρόσφατα, σε μία σειρά σκανδάλων που αποκαλύπτουν αυτό που, λογικά ισχύει με κάθε άλλη εταιρία αλλά που δε θα έπρεπε να ισχύει στη δική τους περίπτωση, ότι δηλαδή έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και όχι του κοινού καλού.

Για παράδειγμα, η Moody’s έχει κατηγορηθεί για εκβιασμό εταιριών, προκειμένου να ενταχθούν στο σύστημα αξιολόγησης της. Σε μία περίπτωση, η Moody’s πλησίασε το γερμανικό ασφαλιστικό κολοσσό Hannover Re, προσφέροντας του ‘δωρεάν αξιολόγηση’ αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Η Moody’s συνέχισε να δημοσιεύει δωρεάν αξιολογήσεις της εταιρίας με όλο και χαμηλότερη βαθμολογία επικοινωνώντας μαζί της κατά διαστήματα προκειμένου να αγοράσει τις υπηρεσίες της. Μετά από ένα διάστημα παρατεταμένης άρνησης της Hannover Re να πληρώνει την Moody’s για να αξιολογείται από αυτήν, η Moody’s υποβάθμισε τα ομόλογα της σε ‘junk’, προκαλώντας πανικό στην αγορά, ο οποίος κόστισε στην Hannover Re 175 εκ δολάρια τις πρώτες μόνο ώρες της υποβάθμισης.

Κατά τη διάρκεια του 2007 και όσο η αγορά κατοικίας των ΗΠΑ κατέρρεε, η Moody’s συνεργάστηκε με εταιρίες της Wall Street όπως η Goldman Sachs προκειμένου να της βοηθήσει να κερδίσουν δισεκατομμύρια από το εμπόριο τοξικών ομολόγων, βαθμολογώντας τα με ‘άριστα’ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης εξαπατώντας, έτσι, τους επενδυτές και τις εταιρίες που εμπιστεύονταν την κρίση της. Η Moody’s, μάλιστα, τιμωρούσε τα ανώτερα στελέχη και τους υπαλλήλους της που προέβαιναν σε κριτική των πράξεων της και αντάμειβε όσους συμφωνούσαν μαζί της και συνέβαλλαν με θετικές εκθέσεις για τα τοξικά ομόλογα. Η εταιρία μετέθεσε σε άλλα τμήματα της όσους θεωρούσαν τα ενυπόθηκα δάνεια επισφαλή και συγκέντρωσε στο τμήμα αξιολόγησης τους όσους τα θεωρούσαν ασφαλή.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ εξέδωσε μία έκθεση καταπέλτη για το ρόλο της Moody’s και των ανταγωνιστών της Fitch και S&P στην κρίση της αγοράς κατοικίας και στην μετέπειτα τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ, η οποία και αποτέλεσε τον προθάλαμο της παγκόσμιας κρίσης του 2008, αναδεικνύοντας πώς με κίνητρο το προσωπικό τους κέρδος οι εταιρίες αλλοίωσαν τα πραγματικά συμπεράσματα των αξιολογήσεων τους.

Σύμφωνα με συνέντευξη του πρώην μεγαλοστελέχους της Moody’ s Mark Froeba, ο οποίος προσελήφθη σε αυτήν από το 1997, η εταιρία λειτουργεί με γνώμονα το δικό της συμφέρον και όχι το γενικό, πρακτική που όταν έγινε αντικείμενο κριτικής από τον ίδιο και άλλα εννέα στελέχη το 2007, οδήγησε στην περιθωριοποίηση τους εντός της εταιρίας.

Ο Lawrence McDonald, αντιπρόεδρος της Lehman Brothers μέχρι την κατάρρευση της, αναρωτιέται σε βιβλίο του  σχετικά με τις εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης: ‘πώς είναι δυνατόν μία κατηγορία ομολόγων να βαθμολογείται με ΑΑΑ τη μία μέρα και την άλλη να υποβαθμίζεται σε junk (σκουπίδια) εκτός και αν έχει συμβεί κάτι εξαιρετικά βλακώδες ή εξαιρετικά ανέντιμο;’ Στην πραγματικότητα οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης υπερδιπλασίασαν τα κέρδη τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, βαθμολογώντας με ΑΑΑ επισφαλή ομόλογα από πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά δάνεια, δάνεια για την αγορά αυτοκινήτων που είχαν τιτλοποιηθεί από εταιρίες όπως η Goldman και που πουλιούνταν σε επενδυτικά και ασφαλιστικά ταμεία και σε εταιρίες και ιδιώτες σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταφέροντας το ρίσκο από την επερχόμενη κατάρρευση της αξίας τους σε ανυποψίαστους επενδυτές και χαρίζοντας κέρδη που ξεπέρασαν το 1 τρις σε μία ομάδα εταιριών που συνεργάστηκαν αθόρυβα και αποτελεσματικά.

Την ίδια στιγμή, μέλη της ομάδας αυτής, έχοντας εσωτερική πληροφόρηση για την πραγματική ποιότητα των συγκεκριμένων ομολόγων, πόνταραν στην πτώση της αξίας τους κερδίζοντας και πάλι δισεκατομμύρια. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Paulson και Soros, δύο από τους ‘χρηματιστηριακούς εκτελεστές’ που κατηγορήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ πως οργάνωσαν την επίθεση στο ευρώ.

Στις 9 Ιουνίου 2010, ξέσπασε άλλο ένα σκάνδαλο που εμπλέκει τη Moody’s σε απάτη, καθώς η εταιρία ανακοίνωσε πως πρόκειται να βαθμολογήσει με ΑΑΑ εμπορικά στεγαστικά δάνεια τα οποία, σύμφωνα με ανεξάρτητους αναλυτές, θεωρούνται υψηλού ρίσκου και εν δυνάμει άκρως τοξικά. Η αιτιολογία της Moody’s για την εξαιρετικά υψηλή βαθμολογία είναι πως παρέχουν πλεονεκτήματα σε ένα χαρτοφυλάκιο τα οποία έχουν χαρακτήρα αντισταθμιστικό έναντι άλλων επενδυτικών κινδύνων… Την ίδια στιγμή ένα άλλο σκάνδαλο τείνει να αποκαλυφθεί όσο δημιουργείται και έχει να κάνει με την άριστη βαθμολογία των ομολόγων αμερικανικών νομαρχιών και δήμων που βρίσκονται στα όρια της πτώχευσης

Είναι η πρώτη φορά που εκκολαπτόμενα σκάνδαλα πιστοληπτικής αξιολόγησης γίνονται αντιληπτά εν τη γενέσει τους και θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν αυτό θα βοηθήσει ώστε να αποφευχθεί άλλη μία κρίση. Μέχρι σήμερα οι αποκαλύψεις του ρόλου των εταιριών αυτών έρχονταν με καθυστέρηση και αφού πρώτα η ζημία είχε γίνει.

Η πρόβλεψη μου είναι πως η ιστορία θα αναδείξει σύντομα και το ρόλο των εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης και των συνεργατών τους και στη δημιουργία της ελληνικής κρίσης.

Σύμφωνα με τα αποκλειστικά στοιχεία που δημοσίευσα σε προηγούμενο άρθρο μου οι μεγαλύτεροι διεθνείς επενδυτές ΧΑ είναι ταυτόχρονα και μεγαλομέτοχοι των εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης που υποβάθμισαν τα ελληνικά ομόλογα σε ‘σκουπίδια’ διαλύοντας τη χώρα και προκαλώντας μία άνευ προηγουμένου κρίση η οποία θα μπορούσε και έπρεπε να μην έχει συμβεί ποτέ. Οι ίδιες εταιρίες είναι και μεγαλομέτοχοι της Goldman αλλά και άλλων εταιριών με συμφέροντα στην Ελλάδα, όπως της Siemens, ενώ ανώτατα στελέχη τους και ανεξάρτητοι επενδυτικοί τους σύμβουλοι προέρχονται από την οικογένεια της μεγαλύτερης τραπεζικής δυναστείας στον κόσμο, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο στις νομισματικές και τραπεζικές εξελίξεις στην Ελλάδα εδώ και 200, περίπου, χρόνια. Μέλος αυτής της τραπεζικής δυναστείας είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρίας που ξεπούλησε μετοχές της ΕΤΕ στο τελευταίο τρίμηνο του 2009 συμβάλλοντας στο χρηματιστηριακό κραχ.

Και ενώ είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει στις ‘διαβολικές’ συμπτώσεις και να αμφισβητεί τα στοιχεία που δείχνουν πως η ελληνική κρίση είναι πάρα πολύ πιθανό να είναι, σε μεγάλο βαθμό, κατασκευασμένη, ίσως είναι καλό να θυμόμαστε πως στη χρηματιστηριακή οικονομία το κέρδος βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων των συμμετεχόντων σε αυτήν και ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα επιτευχθεί στον πυθμένα.

Πάνος Παναγιώτου - Διευθυντής ΕΚΤΑ, 3FVIP.com

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Περί της έννοιας της αυτονομίας



Μεγάλο κομμάτι ομάδων και ατόμων του αντιεξουσιαστικού και αριστερού χώρου αυτοπροσδιορίζεται συχνά χρησιμοποιώντας τον όρο αυτονομία. Τις περισσότερες φορές όμως δεν διευκρινίζεται ακριβώς ποιο είναι το νόημα της αυτονομίας και πώς την αντιλαμβάνονται αυτοί που νιώθουν άνετα υπό τη σκέπη της.
Αν παρ' όλα αυτά προσπαθήσει κανείς να εξάγει συμπεράσματα από το λόγο και τη δράση αυτών, θα διαπιστώσει ότι συχνά η έννοια ταυτίζεται καταρχήν με την έννοια του αυτοπροσδιορισμού, ατομικού ή συλλογικού, ενώ στην πορεία λαμβάνει κυρίως μία αρνητική έννοια, ως «αυτονομία από» κάτι. Έτσι οι «αυτόνομοι» εκφράζουν τον πόθο τους για ανεξαρτητοποίηση από τις νόρμες του κυρίαρχου, από εθνικούς ή φυλετικούς προσδιορισμούς αλλά κυρίως από πολιτικές γραμμές και πειθαρχίες. Αν πάλι αποτολμήσουν να περάσουν από την «αυτονομία από» σε κάποια στοιχειώδη απόπειρα αυτοπροσδιορισμού, συνήθως καταφεύγουν σε ατομικά χαρακτηριστικά και ιδέες - στυλ , ή στην καλύτερη περίπτωση σε πολιτικές ταυτότητες οι οποίες ελλείψει συγκεκριμένου περιεχομένου μάλλον και αυτές ως στυλ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Τί νόημα προσδίδουν π.χ. οι πλείστοι φερόμενοι ως αναρχικοί στη πολιτική τους ταυτότητα πέραν από αοριστίες του τύπου «κατάργηση κάθε εξουσίας και ιδιοκτησίας»; Είναι η έννοια του αναρχικού στυλ συλλογικός προσδιορισμός μίας κοινότητας που ζητά την αυτονομία της από εξωτερικούς καταναγκασμούς; Είναι η κοινότητα πράγματι ένα σύνολο ομοϊδεατών που επέλεξαν να ζουν μαζί, και μάλιστα εντός μίας ήδη υπάρχουσας κοινωνίας; Ή αφορά τελικά η αυτονομία κάθε είδους μειονοτικές ομάδες εντός μίας κοινωνίας; Όταν από την άλλη οι ιδέες αυτές αποσαφηνίζονται μέσω πιο συγκροτημένων αναλύσεων, στην περίπτωση αυτή συνιστούν μία πολιτική ανάλυση ή ιδεολογία που δεν θα μπορούσε όμως καθ' αυτή σε τίποτα να ομοιάζει με συλλογικό προσδιορισμό.
Τί είναι όμως τελικά η αυτονομία; Ακόμη περισσότερο, δικαιούται κάποιος να αποφανθεί ως προς το γνήσιο νόημα της; Σε κάθε περίπτωση οφείλει ο εκάστοτε χρήστης της έννοιας, και δη αυτός που θεωρεί ότι προσδιορίζεται από αυτήν, να καθιστά σαφή τον τρόπο με τον οποίο την νοεί.
Η αυτονομία λοιπόν φαίνεται να παρουσιάζει ελαφρώς διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με το επίθετο που την προσδιορίζει. Έτσι υπάρχει η εθνική αυτονομία, η οποία έχει να κάνει συνήθως με την ανεξαρτητοποίηση ενός έθνους από έναν ξένο παράγοντα, π.χ. Ιμπεριαλιστικό, ή και με την σχετική ή απόλυτη ανεξαρτησία μίας εθνότητας – κοινότητας σε σχέση με μία κρατική οντότητα, τη δυνατότητα δηλαδή ενός λαού ή μίας κοινότητας να ορίζει η ίδια τη μοίρα της, να ασκεί η ίδια την πολιτική της1, ακόμη και εάν σε δεύτερο βαθμό εντάσσεται και ενός ευρύτερου πολιτικού μορφώματος, π.χ. ενός κράτους.
Πλησιέστερη στην αρχικά αναφερθείσα έννοια είναι η εργατική αυτονομία, όπως αναπτύχθηκε από τα κινήματα της Νέας Αριστεράς στην Ευρώπη της δεκαετίες '70-'80, και κυρίως στην Ιταλία. Η εργατική αυτονομία εμφανίστηκε ως κριτική στη λενινιστική αριστερά και στην ιδέα της εργατικής πρωτοπορίας. Για την εργατική αυτονομία, το εργατικό επαναστατικό κόμμα, αποτελούμενο από διανοούμενους επαγγελματίες επαναστάτες, που θα είχε το ρόλο της πρωτοπορίας των εργατών και θα οδηγούσε τους τελευταίους στον κομμουνισμό, δεν αποτελεί πραγματικό εργαλείο χειραφέτησης. Οι εργατικές πρωτοπορίες, όπου κατέλαβαν την εξουσία στο όνομα των εργατών, κατέληξαν να την ασκούν προς όφελος των ίδιων, μετατρεπόμενες έτσι σε γραφειοκρατίες και σε μία νέα κυρίαρχη ελίτ που καταπίεζε και εκμεταλλευόταν την εργατική τάξη στη θέση των καπιταλιστών. Αντ' αυτού η εργατική αυτονομία θεωρούσε πως η χειραφέτηση της εργατικής τάξης αποτελεί έργο της ίδιας, ότι οι ίδιοι οι εργάτες έχουν τη δύναμη να οργανωθούν, να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και να διοικήσουν τον κόσμο μέσα από τις δικές τους δομές.
Περνώντας τώρα μετά τα παραπάνω στην έννοια της φοιτητικής αυτονομίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι, πολύ περισσότερο από την «αυτονομία από» κόμματα και έξωθεν πολιτικές γραμμές, η έννοια της αυτονομίας έχει να κάνει με την «αυτονομία για», τη δυνατότητα του ίδιου του φοιτητικού κινήματος, ή καλύτερα, των ίδιων των φοιτητών ως κοινότητα να αυτοδιοικηθούν και να συμβάλουν στη συνέχεια και στην διοίκηση της κοινότητας στην οποία εντάσσονται, της ακαδημαϊκής. Η άσκηση λοιπόν πολιτικής (όπως νοείται παραπάνω) εκ μέρους των φοιτητών, δεν μπορεί να υποτάσσεται ούτε στις επιταγές του εργατικού ή άλλου κινήματος, αλλά ούτε και σε πολιτικές καθοδηγήσεις κομμάτων και πολιτικών ομάδων. Οι ίδιοι οι φοιτητές, το σώμα αυτών, ως συλλογικό υποκείμενο, οφείλει (ο ενικός για να γίνει σαφές το ενιαίο του συλλογικού προσώπου) να παράξει την δική του πολιτική, να διαμορφώσει τις δικές του θέσεις και απόψεις, και με βάση αυτές να πράξει, ως ανεξάρτητη ύπαρξη, λαμβάνοντας το μερίδιο άσκησης πολιτικής που του αντιστοιχεί εντός ενός θεσμού που, βέβαια, δεν αποτελείται μόνο από φοιτητές, και που επίσης δεν δημιουργήθηκε μόνο για ίδιον όφελος, αλλά για την εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών. Τα παραπάνω σημαίνουν αναγκαστικά, άσχετα αν γίνεται παραδεκτό, ότι ο συμφοιτητής, ασχέτως των πολιτικών απόψεων που πρεσβεύει, δεν αποτελεί κάποιου είδους ανταγωνιστή ή ταξικό εχθρό, αλλά έναν φύσει συνάδελφο, εξίσου με τους ημετέρους μέλος της ίδιας κοινότητας, και συμπερασματικά ισότιμος με οιονδήποτε άλλον φοιτητή συμμετέχοντα στις διαδικασίες απόφασης, με την ισχύ αλλά και την υποχρέωση υπακοής στην κοινότητα που αυτό συνεπάγεται. Μπορεί βέβαια η ταξική προέλευση δύο φοιτητών να είναι πολύ διαφορετική, και αυτό έχει σημαντικές συνέπειες στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του πανεπιστημίου, αλλά κάτι τέτοιο δεν αλλάζει το γεγονός ότι και οι δύο βρίσκονται υπό την ίδια κοινότητα και οφείλουν να συναποφασίσουν για τη μοίρα της, γιατί αυτοί αποτελούν τους κατεξοχήν αρμόδιους για να κρίνουν μία σειρά ζητημάτων περί της λειτουργίας και του ρόλου του πανεπιστημίου. Η αντίθετη άποψη αντιλαμβάνεται το φοιτητικό χώρο κυρίως ως σπαρασσόμενο από ταξικούς ανταγωνισμούς και επομένως καθόλου αυτόνομο να αποφασίζει ως σώμα για τα ζητήματα που τον αφορούν. Επομένως και το σώμα των φοιτητών που αποφασίζει, η γενική συνέλευση, δεν αποτελεί παρά πεδίο μάχης αντικρουόμενων ταξικών συμφερόντων, όπου η επικράτηση των «προλετάριων – επαναστατών» επί των «αστών» και ο έλεγχος του σώματος από τους πρώτους για εξυπηρέτηση του ταξικού ανταγωνισμού αποτελεί τον αποκλειστικό στόχο. Προφανώς το φοιτητικό σώμα δεν είναι καθ' αυτό το κατεξοχήν αρμόδιο, καθώς δεν έχει την απαιτούμενη σύνθεση, για να αποτελέσει εργαλείο ταξικής πάλης. Από την άλλη όμως υπάρχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία και το ρόλο του πανεπιστημίου, ζητήματα πολύ σημαντικά που οφείλουν να αποφασιστούν από το σύνολο της αφορώσας κοινότητας, και που εξ' αντανακλάσεως (βλ. ρόλο της εκπαίδευσης και του επιστήμονα, ρόλο του πανεπιστημίου ως ειδήμονα στην κοινωνία, δωρεάν και δημόσιος ή αγοραίος χαρακτήρας της εκπαίδευσης) επηρεάζουν βαθειά την ίδια τη μορφή και τη λειτουργία της κοινωνίας. Η αριστερά στα πανεπιστήμια έχει πληρώσει πολύ ακριβά την σύγχυση ή την υποβάθμιση του ρόλου του πανεπιστημίου και την συνεπαγόμενη απαξίωση εκ μέρους της των συλλογικών διαδικασιών των φοιτητών και την χρησιμοποίηση του πανεπιστημίου αποκλειστικά ως φυτώριο «επαγγελματιών επαναστατών».
Κάτι θεμελιώδες που επίσης αναγκαία προκύπτει από τα παραπάνω, είναι ότι το συλλογικό πρόσωπο των φοιτητών, για να θεμελιωθεί και να λειτουργήσει, για να μπορέσουν δηλαδή οι φοιτητές να συγκροτηθούν πραγματικά ως σώμα, να εκφράσουν θέσεις και να πράξουν ανάλογα, απαιτούνται διαδικασίες, μέσα από τις οποίες το συλλογικό αυτό πρόσωπο θα μιλά και θα πράττει. Το σώμα λοιπόν χρειάζεται στόμα και χέρια, ειδάλλως δεν είναι σώμα, αλλά ένα συνονθύλευμα μελών, χειρότερο και από τον Φρανκενστάιν, γιατί τα μέλη αυτά δεν ελέγχονται από έναν εγκέφαλο, δεν πράττουν κάτι συγκεκριμένο, αλλά δρουν αλλοπρόσαλλα, χωρίς συντονισμό, χωρίς ειρμό, χωρίς νόημα. Η συμφωνία επάνω σε συγκεκριμένες διαδικασίες, μέσα από τις οποίες το συλλογικό πρόσωπο θα εκφράζεται και θα δρα, δεν είναι άλλη από τη θέσμιση, τη δημιουργία δηλαδή θεσμών, σταθερών διαδικασιών από τις οποίες έχει συμφωνηθεί να συνάγεται με συγκεκριμένο τρόπο η βούληση του σώματος. Οι διαδικασίες αυτές μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικές, να δύνανται υπό κάθε συνθήκη ή κατά περίπτωση να εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ονομάζουμε συλλογική βούληση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν. Αν δεν υπάρχουν θεσμοί, δεν υπάρχει συλλογικό πρόσωπο. Υπάρχουν μόνο ευκαιριακές συσσωματώσεις θελήσεων, άλλοτε περισσοτέρων και άλλοτε λιγότερων που το αν δρουν για λογαριασμό των ίδιων ή de facto εκφράζοντας τη βούληση των πολλών, μπορεί να το κρίνει, ελλείψει σαφών διαδικασιών, μόνο η ιστορία, ίσως ούτε και αυτή. Ελλείψει λοιπόν θεσμών, δεν υφίσταται αυτονομία, γιατί το υποκείμενο αυτής δεν υπάρχει.
Σημαίνει κάτι τέτοιο, ότι σε οιαδήποτε περίπτωση η βούληση ενός σώματος που προκύπτει από μία θεσμισμένη διαδικασία αντικατοπτρίζει καλύτερα την πραγματικότητα από, για παράδειγμα, μία μαζική και αυθόρμητη κίνηση μεγάλου μέρους του σώματος; Από που και ως που είναι 10 γραφειοκράτες συνδικαλιστές πιο αντιπροσωπευτικοί από μία μάζα χιλίων φοιτητών που διαμαρτύρεται; Είναι το καταστατικό – οι κανόνες με βάσει τους οποίους λειτουργούν οι θεσπισμένες διαδικασίες - ο μόνος γνήσιος ερμηνευτής της βούλησης τους σώματος; Οποιαδήποτε νηφάλια σκέψη δεν θα μπορούσε να απαντήσει θετικά χωρίς τουλάχιστον να προβληματιστεί. Οδηγούμαστε έτσι να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη μίας εν δυνάμει ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των θεσμισμένων διαδικασιών και αυτού που συμφωνήθηκε ότι εκφράζουν – της βούλησης του συλλογικού προσώπου. Είναι αυτή η αντίφαση πάντα συμφιλιώσιμη; Και αν δεν είναι πάντα συμφιλιώσιμη, εις βάρος τίνος πρέπει να γείρει η πλάστιγγα;
Για να αποφανθούμε σε σχέση με το τελευταίο ερώτημα δεν πρέπει ξαφνικά να πετάξουμε στα σκουπίδια όλες τις παραπάνω παραδοχές. Συλλογικό πρόσωπο χωρίς σταθερές διαδικασίες δεν υφίσταται. Η βούλησή του δεν δύναται να παραμένει ένα μεταφυσικό ζήτημα που θα κρίνεται κάθε φορά κατά το δοκούν. Οι θεσμοί είναι λοιπόν συστατικό στοιχείο αυτού. Από την άλλη, και ιδίως στις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το σώμα βρίσκεται σε αναταραχή εν όψει κάποιου πολύ σοβαρού ζητήματος, οπότε και το ενδιαφέρον του συνόλου των μελών αυξάνεται και τότε αυτά μπαίνουν ορμητικά στην πολιτική, είναι δυνατόν οι διαδικασίες αυτές να καταστούν αρτηριοσκληρωτικές και να λειτουργήσουν παρακωλυτικά στην ουσιαστική πολιτική συμμετοχή των μελών του σώματος, να διαστρεβλώσουν ή να αδυνατούν να εκφράσουν την πραγματική βούληση του σώματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί ακόμη να προκύψει και η ανάγκη για νέες διαδικασίες διάγνωσης και έκφρασης της συλλογικής βούλησης. Συνήθως βέβαια τέτοιες εκρήξεις είναι αφενός πολυφωνικές και αφετέρου παροδικές. Αφενός δηλαδή δεν δύνανται από μόνες τους και χωρίς συγκεκριμένες πάλι διαδικασίες να εκφράσουν μία μόνη βούληση, και αφετέρου δεν διαρκούν, ώστε να μιλήσουμε για μία παγίωση της αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας ικανή να διοικήσει σε βάθος χρόνου το συλλογικό πρόσωπο. Προκύπτει έτσι πάλι επιτακτική η ανάγκη «εκπροσώπησης» του σώματος από τους θεσμούς του.
Τί μπορεί λοιπόν να γίνει για να συμφιλιώσει όσο δυνατόν περισσότερο την αγεφύρωτη αυτή σύγκρουση; Και ποια λύση θα ήταν συνεπής με την αρχή της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου, που τυπικά (μόνο;) απαιτεί διαδικασίες συγκεκριμένες για τη συγκρότηση και την έκφρασή του, αλλά την ανάγκη αυτή τη θεμελιώνει στη βαθύτερη ανάγκη για μία ουσιαστικά άμεση και καθαρή έκφραση της βούλησης του ίδιου του σώματος, και επομένως οφείλει να παραμένει πάντα ευαίσθητη στη vox populi;
Οφείλουμε λοιπόν να αντιληφθούμε και να δομήσουμε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ των θεσμών που εκφράζουν μέσω θεσπισμένων διαδικασιών τη βούληση του σώματος, και την ίδια τη βούληση όπως αυτή πολλές φορές προκύπτει σαφώς και εξωδιαδικαστικά. Πρέπει να κρατήσουμε και να βελτιώσουμε τις διαδικασίες, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για σωστή αλλά και σταθερή (και όχι κυμαινόμενη ανάλογα με το ενδιαφέρον για συμμετοχή) εκπροσώπηση του συλλογικού προσώπου, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να έχουμε το ένα αυτί και το ένα μάτι στραμμένο προς αυτό που αποτελεί το πρόσωπο, δηλαδή τα ίδια τα μέλη του και τις επιθυμίες τους, ανεξαρτήτως με ποια διαδικασία αυτές προκύπτουν. Πρέπει, αντί να εγκαταλείπουμε, να κρατήσουμε τους θεσμούς, γιατί είναι απαραίτητο εργαλείο λειτουργίας του συλλογικού προσώπου ακόμη και όταν αυτό βρίσκεται «εν υπνώσει», και βέβαια να τους αναμορφώσουμε προς τη κατεύθυνση που να συμβάλλουν στην όσο μεγαλύτερη ταύτιση της βούλησης του σώματος με τη βούληση των μελών του, στην μεγαλύτερη δυνατή ταύτιση σώματος και εκπροσώπων, και στην όσο γίνεται ισότιμη συνάσκηση εξουσίας από όλα τα μέλη του, κάτι που αποτελεί την ορθότερη οδό για τη διακρίβωση της βούλησης αυτών και επομένως για μία δημοκρατική πολιτική. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να κοιτάμε συνεχώς λοξά και προς τις δυνάμεις αυτές που δεν εκφράζονται απαραίτητα με τις συντεταγμένες διαδικασίες, παρόλα αυτά εκφράζονται σαφώς και με ένταση. Οι δυνάμεις αυτές, ακόμη και σε αντίθεση με το θεσπισμένο, αποτελούν τη καρδιά του σώματος, που στέλνει ίσως αίμα σε μουδιασμένα σε βαθμό σαπίλας ενίοτε μέλη, και δεν πρέπει να τις αγνοούμε, αλλά αντίθετα να τις χρησιμοποιούμε για την αναζωογόνηση του σώματος, για την διάγνωση της θέλησής του και την βελτίωση των διαδικασιών διακρίβωσης της θέλησης αυτής. Αυτή ακριβώς η διαλεκτική σύνθεση αποτελεί την οδό που κατευθύνεται προς τα ποτέ πλήρως υλοποιήσιμα, αλλά πάντοτε άξια διεκδίκησης αγαθά της αυτονομίας και της δημοκρατίας.

1ως πολιτική εδώ νοείται η οργάνωση και διοίκηση της ζωής

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

γιατί μπαμπα;



«Γιατί ρε πατέρα σ'αυτή τη ρημάδα τη χώρα πρώτοι στο κουρμπέτι να θεωρούνται όσοι έχουν πατήσει επί πτωμάτων;»

μία τέτοια απορία από το στόμα 18χρονου θα είχε ίσως μία σοβαρότητα, αλλά απ'το δικό μου στόμα ξεφεύγει της φαιδρότητας μόνο στα πλαίσια μίας χαλαρής σιχτιροκουβέντας με τον μπαμπά:

«νομίζεις ότι ο κόσμος πραγματικά τους εκτιμά;» ήταν η αφοπλιστική απάντηση από το στόμα ενός πάντα πρακτικού και εύστοχου ανθρώπου. Γι' αυτό έγινε χειρουργός φαίνεται...

Έχει τα δίκια του ο μπαμπάς. Τί ακριβώς έχουν αυτές οι περιπτώσεις ανθρώπων, εκτός από χρήματα, που αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού; Λαμόγια που έβγαλαν χρήματα με κάθε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο, σίγουρα όμως ανήθικο. Μήπως οι πισίνες και τα κότερα αναπληρώνουν την απαξίωση συναδέλφων και γνωστών; Τί μπορεί αυτή τη στιγμή να περισώσει την αξιοπρέπεια του Μαντέλη; Και πόσο ευτυχές θα μπορούσε να θεωρηθεί το δια μιζών σπουδαγμένο τέκνο του; Τί ακριβώς θα μπορούσε να καταστήσει τυχερό τον πλούσιο Κούγια, όταν παντρεύτηκε και χώρισε τη μάνα των παιδιών του, μία γυναίκα αμφισβητούμενων ηθών και αναμφισβήτητης ανικανότητας; έναν άνθρωπο που μετέρχεται κάθε απεχθούς μέσου για να κερδίσει μία υπόθεση; Μήπως η εκτίμηση των συναδέλφων και των γύρω του; αρκούν τα χρήματα, ακόμη και για ένα τέτοιο σκουπίδι σαν αυτόν για να τον θεωρήσουμε «ευτυχή;» ή «αγαπητό;»

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, με το κίνδυνο να κατηγορηθούμε για αυθαιρεσία, ότι άνθρωποι τοιούτου ποιόντος αποτελούν όντως λόγο αναγούλας για πλήθος ανθρώπων, και ότι η πλειοψηφία διατηρεί μία στοιχειώδη ηθική απαξία για τέτοιες περιπτώσεις, στο βαθμό βέβαια που αυτές γίνονται αντιληπτές. Ερχόμαστε τώρα στη τιβί, και σε πλήθος ανδρικών και γυναικείων περιοδικών. Το πρότυπο του ζάμπλουτου με τη παραμυθένια ζωή ξεχειλίζει από το σύνολο των μέσων ενημέρωσης. Ο Κούγιας ανάγεται στον γνωστότερο (αυτόματα και στον καλύτερο;) δικηγόρο, άνθρωπος ικανός και επιτυχημένος. Μέρα μεσημέρι συζητείται η περίπτωση αλεξανδράτου, η τσόντα και το μεγάλο ποσό που εξοικονόμησε από αυτήν φαντάζουν στην καλύτερη περίπτωση ως τολμηρά, ποτέ όμως, για ένα περίεργο δημοσιογραφικό δέον που προστάζει να γλύφουν κάθε σκουπίδι στο οποίο αναφέρονται,  δεν κρίνεται ως ηθικά μεμπτό, ειδικά όταν αποφέρει πολλά ευρώ. Τί ακριβώς καθιστά πλήθος από αυτά τα υποκείμενα άξιο αναφοράς σε μεσημεριανάδικα και περιοδικά, εκτός του απλού γεγονότος ότι έκαναν κάτι για να προβληθούν, έβρισαν κάποιον, τραγούδησαν περίπου, γδύθηκαν κυρίως, κονόμησαν προπαντός...

Αν λοιπόν μεγάλο κομμάτι της reality και lifestyle ενημέρωσης έχει καταλήξει (ακόντως;) να προβάλει ένα μάτσο σκιές ανθρώπων οι οποίοι τίποτα το αξιόλογο δεν έχουν να μεταδώσουν στην ηδονοβλεπούσα κοινωνία εκτός από την ίδια την εκπόρνευσή τους, αν εν τέλει το μόνο πρότυπο που φέρουν, σε αντίθεση μάλιστα με τα κυρίαρχα και κατ' επίφαση από αυτούς υποστηριζόμενα ήθη και αξίες, είναι αυτό του με κάθε μέσο πλουτισμού και δημοσιότητας (αγαθά αλληλοτρεφόμενα), μήπως είναι καιρός να θεωρηθούν αυτοί και τα μηνύματά τουλάχιστον ταξικά μεροληπτικά, αν όχι εχθρικά προς τον ίδιο το λαό; Γιατί τί άλλο είναι μία μορφή προπαγάνδας που νίπτει τα ανομήματα του χειρότερου και πιο διεφθαρμένου κομματιού της άρχουσας τάξης, που παρουσιάζει το μοντέλο της άνευ ηθικών αναστολών συσσώρευσης πλούτου ως το ιδανικό και αξιοζήλευτο για κάθε οικογένεια; Δεν υπερασπίζεται με κεκαλυμμένο τρόπο όχι μόνο τις αξίες που μας βύθισαν στη διαφθορά και τη παρακμή, τις αξίες που βασίζονται στην εκμετάλλευση των από κάτω, αλλά και τους ίδιους τους φορείς τους; Και εν τέλει δεν νομιμοποιεί την κατοχή εκ μέρους τους ενός πλούτου που είναι σαφέστατα κλεμμένος; Γιατί τί άλλο είναι οι μίζες τις ζίμενς, οι υπέρογκες δικηγορικές αμοιβές που μέρος τους διατίθεται στον χρηματισμό δικαστών, τα εφοπλιστικά κέρδη εις βάρος ασιατών ναυτών, η πολυδιαφημισμένη πορνοαισχροκέρδεια, η λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ...;

αν λοιπόν μπαμπά ο λαός αυτός έχει μάτια και δεν χειροκροτεί την διεφθαρμένη πλουτοκρατία του, μήπως θα πρέπει να ρίξει μερικές κλωτσιές και κατά στεφανίδου και λαμπύρη, κατά φώτη και μαρία μεριά; Μηπώς τελικά ο θάνατος του μεσημεριανάδικου και του lifestyle είναι και ταξικό ζήτημα ;)