Mutato nomine de te fabula narratur! (με διαφορετικό όνομα, για σένα μιλάει αυτή η ιστορία!)
Παρασκευή 27 Απριλίου 2007
Βενιζέλου, ώρα μηδεν
Τα μάτια μου τσούζουν, ο λαιμός μου με τρώει.Γύρω μου κόρνες και καυσαέριο. Γλιστρώ με το ποδήλατο ανάμεσά τους. νιώθω τη μαυρίλα να μου τρώει τα σωθικά.
Γύρω μου λαμαρίνες. Έργα παντού.Η Θεσσαλονίκη ανανεώνεται.Δίπλα μου οδηγοί φρικαρισμένοι.Όρθια πτώματα πάμε στη δουλειά. Το βράδυ θα ξεπλύνουμε τη μαυρίλα από τα κορμιά μας.Αλλά το πρωί ξανά, το όρνιο της πόλης τρώει τα σωθικά των χιλιάδων προμηθέων της τσιμεντούπολης. Και ξανά και ξανά.Μέχρι να σακατευτούμε από τα αναπνευστικά και ψυχολογικά προβλήματα. Ή να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα από καρκίνο.Δεν υπάρχει πια οικογένεια που να μην έχει χτυπήσει τη πόρτα της.
Υπάρχει κάτι το βαθιά συμβολικό στο καρκίνο. Είναι μια ασθένεια που προέρχεται από τον τρόπο ζωής. Το ίδιο και το έμφραγμα θα λεγε κάποιος. Αλλά όχι.Για το έμφραγμα μπορείς να ακούσεις τις δικαιολογίες "δε πρόσεχε, οι επιλογές του κλπ". Λες και οι επιλογές του ατόμου προκύπτουν από το εσωτερικό του και η κοινωνία δεν παίζει ρόλο. Λες και οι αρχαίοι έλληνες που δε πρόσεχαν παθαιναν και αυτοί έμφραγμα από τη τροφή τους.
Στον καρκίνο δεν υπάρχουν προσχήματα. Ούτε επιλογές. Είναι ασθένεια που συνδέεται με τον συλλογικό τρόπο ζωής μας. Δεν μπορούμε να προφυλαχθούμε, εκτός αν αλλάξουμε το σύστημα. Ειδάλως ο καθένας είναι εν δυνάμει θύμα. Ο καρκίνος είναι η τραγική επιβεβαίωση της αυτοκτονικής ανάπτυξης του πολιτισμού μας. Υπάρχει κάτι το εξόχως αντικαπιταλιστικό σ' αυτόν...
Με ξυπνά μια κόρνα. Και άγριο βρισίδι. Άργησα. Έχω δικαστήριο. Μετά μάθημα, μετά διάβασμα. Μετά ύπνο. Μετά δουλεια...
Κυριακή 22 Απριλίου 2007
To metro στο ΑΠΘ
ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΥΛΟ
Αμέσως μετά τη ψήφιση του νόμου πλαίσιο, παίρνουμε ένα άμεσο δείγμα του τί επιφυλάσσεται για το πανεπιστήμιό μας, και πως σκοπεύουν κάποιοι να χρησιμοποιήσουν τους χώρους του.
Πρόσφατα, ο πρύτανης του ΑΠΘ, κάτω από άκρα μυστικότητα και αδιαφάνεια, και χωρίς η Σύγκλητος ως αρμόδια να λάβει καν γνώση, υπέγραψε μνημόνιο με την Αττικό Μετρό Α.Ε., ώστε αφενός να περάσει ο μετροπόντικας κάτω από το ΑΠΘ, και αφετέρου να δοθούν χώροι του πανεπιστημίου για τη δημιουργία σταθμών του μετρό. Για αντιστάθμισμα δε στη μείωση των ελεύθερων χώρων του ΑΠΘ, η Αττικό Μετρό προσφέρθηκε να παραχωρήσει στο πανεπιστήμιο κάποιες λίγες θέσεις από τα 2 τεράστια πάρκιν που θα κατασκευάσει κάτω από τη πλατεία Χημείου και το Πολυτεχνείο.
Αυτή η επιλογή θα έχει σοβαρότατες συνέπειες στο ήδη επιβαρημένο Πανεπιστήμιο και τη λειτουργία του. Οι ελεύθεροι και πράσινοι χώροι θα περιοριστούν, ενώ όλη η πρόσοψη του ΑΠΘ για τα επόμενα χρόνια θα γίνει ένα απέραντο εργοτάξιο, παρακωλύοντας έτσι κάθε εκπαιδευτική και άλλη λειτουργία του (δεκάδες φορτηγά θα διέρχονται από το πανεπιστήμιο καθημερινά). Ταυτόχρονα, προκύπτουν σοβαρότατα ζητήματα για τα κτίρια του Πολυτεχνείου, της Φιλοσοφικής και του Κτιρίου Διοίκησης, που ήδη έχουν πρόβλημα στατικότητας.
Η κατασκευή των στάσεων του μετρό και των τεράστιων πάρκιν μέσα στο χώρο του ΑΠΘ θα παρεμποδίζουν τη συνολική λειτουργία του ιδρύματος. Η κίνηση στις εισόδους θα είναι εντονότατη. Ο ίδιος ο σκοπός του ιδρύματος θα παρεμποδίζεται, αφού αυτό θα μετατραπεί σε συγκοινωνιακό κόμβο, για να εξυπηρετεί τη κίνηση των Ι.Χ. του κέντρου.
Όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί ένα ξεκάθαρο δείγμα ιδιωτικοποίησης του πανεπιστημίου και περιορισμού του ασύλου και των χώρων του. Το πανεπιστήμιο χρησιμοποιείται σαν περιουσία που πρέπει να αξιοποιηθεί, σαν χώρος εκμετάλλευσης και κερδοσκοπίας, εις βάρος κάθε εκπαιδευτικής, ερευνητικής και κοινωνικής λειτουργίας του. Αντί για άσυλο ιδεών και συνεύρεσης γίνεται βορά των επιχειρήσεων και των μεγαλοεργολάβων. Η τύχη του αποφασίζεται από έναν άνθρωπο, που δεν έχει καν την αρμοδιότητα γι' αυτό, ενώ η Σύγκλητος και τα τμήματα και οι σύλλογοι τελούν εν πλήρη αγνοία. Η όλη διεργασία κρατήθηκε μυστική, ώστε να προληφθούν οι όποιες ενστάσεις και αντιδράσεις, και να έρθει η πανεπιστημιακή κοινότητα προ τετελεσμένων.
Ενώ το πανεπιστήμιο δέχεται μετωπική επίθεση, τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα προστατεύονται και επεκτείνονται. Ενώ το μετρό και οι εργασίες του θα μπορούσαν χωρίς τα παραπάνω προβλήματα και με λιγότερη επιβάρυνση, να γίνουν στο χώρο της ΔΕΘ, αυτή μένει απείραχτη. Αντί ο χώρος αυτός να αξιοποιηθεί για το πανεπιστήμιο που ήδη ασφυκτιά και χρειάζεται επέκταση με χωρική συνάφεια στο υπάρχον campus, καθώς και για την αναψυχή της πόλης, προορίζεται για κερδοσκοπικές δραστηριότητες και εμπορικά κέντρα.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα πρέπει με κάθε μέσο να αντιπαρατεθεί στη λεηλασία του πανεπιστημίου και να διαφυλάξει τον ελεύθερο και δημόσιο χαρακτήρα του. Το πανεπιστήμιο πρέπει να αποτελεί μία όαση για την πόλη, έναν χώρο διακίνησης ιδεών, κοινωνικής δραστηριοποίησης και αναψυχής.
- ΚΑΜΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΠΘ. ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΘΟΥΝ ΣΤΗ ΔΕΘ
- ΟΧΙ ΣΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΑΡΚΙΝΓΚ - ΤΕΡΑΤΩΝ
- ΕΞΩ ΟΙ ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
- ΚΑΝΕΝΑΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΧΩΡΩΝ
- ΔΙΑΦΑΝΕΙΣ, ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
- Η ΔΕΘ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΘΕΙ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΓΙΑ ΧΩΡΟΥΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ, ΟΧΙ ΣΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
- ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΧΩΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΛΗ
Σάββατο 21 Απριλίου 2007
Ταυτότητες Ανδρών
Η αρρενωπότητα γίνεται καλύτερα κατανοητή σαν μία υπέρβαση του προσωπικού, σαν ένα ετερογενές σύνολο ιδεών, που κατασκευάζονται γύρω από τίτλους κοινωνικής ισχύος που εκπληρώνονται και ενισχύονται ή αμφισβητούνται με πολλούς τρόπους μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα όπου οι σχέσεις εξουσίας, η εργασία, η οικογενειακή ζωή οργανώνονται πάνω σε ιεραρχίες φύλου
Segal
Ακόμα και ένας τόσο δυναμικός ορισμός μπορεί να φαίνεται περιοριστικός μέσα στο διαλεκτικό των ανθρωπίνων σχέσεων και των σχέσεων εξουσίας, σε μία εποχή που αυτός ο τίτλος κοινωνικής ισχύος, αν και ακόμα ισχυρός, βάλλεται από παντού. Είναι καλύτερο λοιπόν να μιλάμε για πολλές ανδρικές ταυτότητες, για πολλές αρρενωπότητες που συνυπάρχουν είτε σε διαφορετικούς πολιτισμούς, τάξεις, ηλικίες, είτε και μέσα στις ίδιες τις ομαδοποιήσεις. Άλλες απ’ αυτές είναι αντιφατικές, συγκρουόμενες, άλλες παράλληλες ή και συγκλίνοντες. Άλλες παραδοσιακές και άλλες πιο σύγχρονες. Πολλές μάλιστα απ’ αυτές και σε ιεραρχική σχέση μεταξύ τους.
Η απόπειρα εδώ είναι να σκιαγραφηθεί επιφανειακά ο Σύγχρονος Δυτικός Άνδρας. Ένας άνδρας νέος ή και μεγαλύτερος, εργένης ή και πατέρας, φοιτητής ή εργαζόμενος, μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού και σε συνάρτηση με το σύστημα και τη θέση του σε αυτό, όπως επίσης και απέναντι- ή δίπλα- στη γυναίκα.
Το φύλο περιλαμβάνει θεσμούς και διαπροσωπικές σχέσεις. Περιλαμβάνει δομές εξουσίας και οικονομικές σχέσεις. Οι ταυτότητες είναι πολλές, διαφορετικές και ασταθείς. Κάποιες διαδικασίες γύρω από τις ταυτότητες είναι ασυνείδητες και κάποιες λειτουργούν μέσα από πολιτισμικούς θεσμούς όπως η γλώσσα και οι συμβολισμοί.
Feree
Για να καταλάβουμε τι είναι αυτό που φέρνει το σήμερα ένα βήμα πιο πέρα από τις παραδοσιακές αρρενωπότητες, πρέπει να δούμε τις τελευταίες εξελίξεις στην κοινωνία μας. Κάποια γεγονότα επέφεραν μετασχηματισμούς στις θέσεις και τους ρόλους των φύλων, άρα και στις ταυτότητές τους. Επιπλέον, κάποια φαινόμενα τον καιρών μας ασκούν καταλυτική επίδραση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το σώμα μας και τον έμφυλο ρόλο μας.
Το κυρίαρχο παραδοσιακό πατριαρχικό μοντέλο απονέμει στον άνδρα τα χαρακτηριστικά της βίας, της ιεραρχίας, της ομοκοινωνικότητας (homosociality- το συναναστρέφεσθαι με όμοιους στο φύλο ανθρώπους). Ο άνδρας είναι διαφορετικός και ανώτερος. Ο τίτλος του άνδρα είναι τίτλος εξουσίας. Είναι η κεφαλή της οικογένειας. Οι σφαίρες της εργασίας, της πολιτικής, ακόμη και αυτή της λογικής και της βίας, του ανήκουν. Ολόκληρη η δημόσια σφαίρα του ανήκει. Η ταυτότητά του δομείται γύρω από χαρακτηριστικά που οι σφαίρες αυτές απαιτούν. Ταυτόχρονα οι ιδιότητες αυτές δεν απονέμονται στο θηλυκό. Η ταυτότητα του άνδρα δομείται γύρω από την άρνηση του θηλυκού. Η ορθολογικότητα, η φιλοδοξία, η ανταγωνιστικότητα, η κάθε είδους ενεργητική διαπάλη, η ίδια η βία, η ίδια η ιστορία εναποτείθονται στον άνδρα και στερούνται από τη γυναίκα. Το πρότυπο του «απόλυτου άνδρα» τοποθετείται σε τέτοιο σημείο ώστε κανείς ουσιαστικά να μη μπορεί να αντεπεξέλθει σε όλες τις απαιτήσεις και σε όλους τους τομείς του.
Το πρότυπο αυτό δεν χρειάζεται να αναλυθεί εις βάθος. Όχι επειδή πλέον δεν είναι κυρίαρχο αλλά επειδή η κριτική του έχει γίνει με μεγάλη αποτελεσματικότητα και μας είναι λίγο πολύ γνωστό. Το φεμινιστικό κίνημα τη δεκαετία του ’70 φρόντισε γι’ αυτό. Τα χαρακτηριστικά της κυρίαρχης ανδρικής ταυτότητας είναι ακόμη δομικά ενσωματωμένα σε θεσμούς όπως η εργασία, η πολιτική, η οικογένεια. Ταυτόχρονα, οι νέες ανδρικές ταυτότητες διατηρούν πολλά από τα παρεμφερή και σχεδόν πάντα τα κεντρικά χαρακτηριστικά αυτών. Έχουν όμως έχουν πολλάκις αμφισβητηθεί. Ο φεμινισμός έχει πετυχημένα διεκδικήσει ένα κομμάτι του κόσμου για τις γυναίκες. Σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η μεγάλη έξοδος των γυναικών στην εργασία ξεκινώντας από το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Η συνεισφορά τους στη σφαίρα της εργασίας αναβάθμισε το κοινωνικό τους status και τις έφερε πιο κοντά στην ισότητα, χωρίς βέβαια να την αγγίξει. Άλλωστε το μεγαλύτερο βάρος του νοικοκυριού παραμένει στη πλάτη τους. Όλοι αυτοί οι μετασχηματισμοί δημιουργούν ουσιαστικά μια μεταβατική περίοδο που έχει σοβαρές συνέπειες στη ταυτότητα του άνδρα. Το κυρίαρχο έχει αμφισβητηθεί και υποστεί αλλαγές. Τη θέση του έχει πάρει μια μεγάλη αβεβαιότητα. Η ταυτότητα του άνδρα, στο βαθμό που αποδομήθηκε, είναι σήμερα αόριστη και θολή. Άλλωστε η πολλαπλότητά της, οι διαφορετικές ταυτότητες είναι πια γεγονός.
Η ανδρικές ταυτότητες χτίζονται επάνω στις σφαίρες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Έτσι, το τέλος του φορντισμού από τη μια, με τις μεγάλες αλλαγές για την εργατική τάξη, η αύξηση των μεσαίων τάξεων και η πρόσφατη πίεση και προλεταριοποίησή τους, η αύξηση των υπηρεσιών, οι νέες τεχνολογίες και γενικά η υποβάθμιση της χειρωνακτικής εργασίας αλλά και η ανάδυση θέσεων κορυφής με επίκεντρο την επικοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις (management, marketing) δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστη την ανδρική ταυτότητα. Από την άλλη, η σχετική ευημερία κατώτερων στρωμάτων, η ανάδυση του καταναλωτισμού, άλλαξαν και αλλάζουν συνεχώς τον τρόπο που ο άνδρας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Η πολλαπλότητα λοιπόν των ανδρικών ταυτοτήτων και η επιρροή διαφορετικών θεσμών και σφαιρών επιβάλλουν την κατά τομείς εξέταση των στοιχείων τους.
Εργασία
Στη σύγχρονη τουλάχιστον κοινωνία η εργασία είναι ο τόπος του ανθρώπου στον κόσμο. Η οικονομική του κατάσταση και η κοινωνική του αξία εξαρτάται από την εργασία του. Δεν μπορεί αυτό παρά να ασκεί τεράστια επιρροή στη δόμηση της ταυτότητάς του. Αν δεχθούμε λοιπόν το κεντρικό της εργασίας στη διαμόρφωση της ανδρικής ταυτότητας ουσιαστικά τη δένουμε αποφασιστικά με τον καπιταλισμό. Η μορφή της εργασίας και οι απαιτήσεις της είναι χαραγμένες πάνω στις έμφυλες ταυτότητες. Έτσι, ο ατομοκεντρισμός, ο αμείλικτος ανταγωνισμός για συσσώρευση πλούτου, η εκμετάλλευση (εργασίας-σχέσης) αποτυπώνονται έντονα στον άνδρα. Η εργασία απαιτεί από τα υποκείμενα να φέρουν αυτά τα χαρακτηριστικά για να καταξιωθούν κοινωνικά. Η κοινωνία με τη σειρά της πλάθει τα υποκείμενα γύρω από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η κυρίαρχη (ηγεμονική) ανδρική ταυτότητα απαιτεί όλα τα παραπάνω. Ο άνδρας πρέπει να είναι φιλόδοξος, ανταγωνιστικός, εγωκεντρικός. Ένας απέναντι στον κόσμο. Ένας απέναντι σε όλους. Γίνεται έτσι εκμεταλλευτής, εφόσον η αλληλεγγύη είναι ανύπαρκτη. Όλοι οι άλλοι είναι αντικείμενα, εργαλεία για τη δική του «πρόοδο» και ευημερία. Οι σχέσεις εργαλειοποιούνται, κατακερματίζονται, καταναλώνονται. Μορφές εργασίας όπως το management-marketing αλλά και γενικότερα η εργασία σήμερα δίνουν έμφαση στην σχέση. Αυτό πλάθει έναν άνδρα κοινωνικό, επικοινωνιακό, διατηρώντας ταυτόχρονα το στοιχείο της εργαλειοποίησης και ενισχύοντας την επιφανειακότητα, τον καταναλωτισμό σχέσεων. Ο άνδρας σχετίζεται με πολλούς, αλλά μόνο επιφανειακά.
Το μοντέλο αυτό είναι πιο χαρακτηριστικό των ανώτερων στρωμάτων αλλά έχει μπολιάσει κάθε τάξη στο σύγχρονο δυτικό καπιταλισμό. Η κοινωνική κινητικότητα, η εκπαίδευση αλλά και η τηλεόραση φέρνουν αυτά τα πρότυπα στο σύνολο του πληθυσμού, εγκαθιδρύοντας τα ως ανώτερα ιεραρχικά, ως ηγεμονικά και άρα ως «εκεί που πρέπει να φτάσει κάποιος για να είναι κάτι».
Κατανάλωση
Η σφαίρα της κατανάλωσης πλάθει σε μεγάλο βαθμό τη καθημερινότητα. Κατασκευάζει ανάγκες, δημιουργεί και μορφοποιεί σχέσεις και συμπεριφορές. Τηλεόραση και κινηματογράφος δημιουργούν πρότυπα συμπεριφοράς που συνδέονται πάντα με τη κατοχή κάποιου προϊόντος.
Επειδή όμως τα προϊόντα είναι πολλά και ποικίλα, και το ίδιο και οι ανάγκες τις αγοράς, πολλά και ποικίλα είναι και τα πρότυπα. Αυτή η πολλαπλότητα και η ευελιξία στη κατανάλωση είναι απαραίτητα για να εξασφαλίζεται και η προσαρμογή στις απαιτήσεις της αγοράς, που εξελίσσονται ραγδαία. Η κατανάλωση έχει εμφανίσει την εξαιρετική ικανότητα να αφομοιώνει και να προσαρμόζεται σε νέα πρότυπα και ταυτότητες, ακόμη και στις κατεξοχήν ανταγωνιστικές των κυρίαρχων.
Η πολλαπλότητα είναι εμφανής στα πρότυπα ανδρών που προωθούνται. Ο δυναμικός άνδρας, ο γοητευτικός, άλλοτε όμορφος. Ταυτόχρονα τρυφερός, άλλοτε πάλι δεινός γυναικοκατακτητής, κάποιες φορές, ελεύθερος, επαναστάτης ενάντια σε συμβάσεις, σκίζει τη γραβάτα του, φεύγοντας βέβαια με το κάμπριο και τη ξανθιά. Η πολλαπλότητα αυτή πολλές φορές φαντάζει γοητευτική. Είναι όμως επιφανειακή και πλήρως εργαλειοποιημένη. Ας μη ξεχνάμε όσα ειπώθηκαν παραπάνω για την έμφαση στην επικοινωνία. Οι ίδιες οι ανάγκες του άνδρα, ακόμα και οι εξεγέρσεις του, εργαλειοπούνται εναντίον του. Αφενός μεν η πολλαπλότητα των προτύπων τον γεμίζει με ανασφάλεια. Πώς θα ανταποκριθεί σε τόσες πολλές και μάλιστα συχνά συγκρουόμενες μεταξύ τους απαιτήσεις; Πώς θα συνδυάσει τον τρυφερό πατέρα με τον σέξυ γυναικά ή τον δεινό επιχειρηματία. Και πάνω απ’ όλα: πού θα βρει λεφτά για όλα αυτά; Ο καταναλωτισμός ταυτίζει ανάγκες, συναισθήματα και χαρακτηριστικά με προϊόντα. Είμαι αυτό που αγοράζω. Σε περίπτωση που μπορώ, τρέχω ν’ αγοράσω για να γίνω. Αν πάλι δεν έχω, δεν είμαι. Μπορώ όμως να δουλέψω για να μπορέσω να γίνω. Είναι φανερή η φρενήρης πορεία. Όπως είναι φανερό πόσο βαθιά τελικά το οικονομικό σύστημα επηρεάζει το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας, τι θέλουμε απ’ τη ζωή μας, τις σχέσεις μας, τα όνειρά μας, το σώμα μας.
Η σχέση με τις γυναίκες-σεξουαλικότητα
Τα παραπάνω φαινόμενα, εφόσον επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν αφήνουν ανέγγιχτη τη σεξουαλικότητα του άνδρα. Η αναφορά εδώ θα γίνει μόνο στο κυρίαρχο, την ετεροφυλική σχέση, αν και η ταυτότητα του άνδρα ομοφυλόφιλου και οι πτυχές της παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η πολλαπλότητα είναι και εδώ έντονη. Από τη μία η σχέση με τις γυναίκες στην εργασία χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμό και υποτίμηση λόγω φύλου, μέσα στα πλαίσια πάλι του καπιταλιστικού συστήματος. Η εργασία της γυναίκας άλλοτε σεξουαλικοποιείται (γραμματέας, σερβιτόρα κλπ) και άλλοτε συνεπάγεται την απώλεια της θηλυκότητας (πολιτικός, οδηγός, ποδοσφαιρίστρια), πάντα με την αόριστη έννοια της θηλυκότητας όπως οι άνδρες τη βλέπουν και την ορίζουν αλλά και όπως εσωτερικεύεται από τις γυναίκες.
Από την άλλη οι ερωτικές σεξουαλικές σχέσεις επηρεάζονται επίσης από πολλούς παράγοντες με τρόπους που αναφέρθηκαν και παραπάνω. Η γυναίκα ανάγεται σε αντικείμενο, σε σύμβολο κοινωνικής υπεροχής. Η σχέση μαζί της εργαλειοποιείται, μένει επιφανειακή. Η γυναίκα καταναλώνεται. Είναι το μοντέλο δίπλα στον πλούσιο, πάνω στο σπορ αυτοκίνητο, κάτω από τον γυναικοκατακτητή. Είναι η συνεχής διαθεσιμότητα των εμπορευμάτων, πάντα έτοιμη να ικανοποιήσει τις ανάγκες του άνδρα.
Ταυτόχρονα όμως έχουμε και την επιρροή του φεμινιστικού κινήματος. Τα κυρίαρχα πρότυπα αμφισβητούνται και η γυναίκα αποκτά επιθυμίες, απαιτήσεις, γίνεται και αυτή κυρίαρχο υποκείμενο. Συνάπτει και αυτή σχέσεις συχνά με τον ίδιο καταναλωτικό και επιφανειακό τρόπο. Τώρα πια δύο κυρίαρχα υποκείμενα συγκρούονται, τρέφεται το ένα από τις σάρκες του άλλου. Αυτό γεμίζει με ανασφάλεια τον άνδρα, ο οποίος είναι αβέβαιος πια για το ρόλο του. Πώς συμβιβάζεται η γυναίκα αντικείμενο-σύμβολο με μία τρυφερή συντρόφισσα-μητέρα; Πώς με τη σειρά του αυτός να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της; Η ως ένα βαθμό εξίσωση σε συνάρτηση με τον κατακερματισμό των σχέσεων έχει βαριές συνέπειες στις ανδρικές ταυτότητες
Τέτοιες ερωτήσεις μπορούν να ρίξουν φως και στο φαινόμενο υιοθέτησης παραδοσιακών ταυτοτήτων από τους ανασφαλείς άνδρες. Μέσα στα σκοτάδια της σύγχρονης αβεβαιότητας αυτό ίσως είναι το μόνο φως που κάποιοι μπορούν να δουν. Έτσι ίσως μπορούμε να ερμηνεύσουμε και φαινόμενα βίας κατά των γυναικών στα νεότερα κομμάτια προοδευτικών κοινωνιών. Η βία ως μέσο επιβολής μίας εξουσίας που υποτίθεται ότι ανήκει στον άνδρα αλλά δεν επιβεβαιώνεται. Η εργασία είναι ανασφαλής, η σχέσεις με τους άλλους επιφανειακές και ανταγωνιστικές. Οι σχέσεις με τις γυναίκες περίπλοκες. Η βία αυτή ασκείται προς κάποια που θεωρείται ακόμα κατώτερη. Δεν μπορεί όμως παρά να φανερώνει ανασφάλεια, έλλειψη προσανατολισμού, μια αγωνία για επιβολή.
Επίλογος
Η πολλαπλότητα και η αντιφατικότητα των ανδρικών ταυτοτήτων είναι πλέον ολοφάνερο γεγονός. Άπειροι άνδρες παραπατούν ζαλισμένοι ανάμεσα σε πρότυπα, αξίες, ανάγκες, τίτλους εξουσίας, ανδρικές ταυτότητες. Πολλοί διατρανώνουν την ανάγκη για τη δημιουργία νέων ταυτοτήτων, ο καθένας με τα στοιχεία που θεωρεί καλύτερα. Βλέπουν εκεί τη λύση στην αβεβαιότητα. Μέχρι τώρα όμως το κυρίαρχο έδειξε την ικανότητά του να αφομοιώνει τις νέες ανταγωνιστικές ταυτότητες, να τις διαστρεβλώνει και να τις εμπορευματοποιεί. Κάθε απόπειρα νέου ορισμού της αρρενωπότητας δείχνει να τη φυλακίζει. Κάθε αμφισβήτησή της πάλι φέρνει νέες αβεβαιότητες.
Αυτό δεν αλλάζει την ανάγκη συνεχούς αμφισβήτησης των αξιών που υποτίθεται ότι δομούν τις ταυτότητές μας. Νέες αξίες πρέπει να αντικαταστήσουν τις πατριαρχικές, με ταχύτητα μεγαλύτερη της αφομοίωσης. Η εργασία πρέπει να απελευθερωθεί, οι ιεραρχικές και ανταγωνιστικές σχέσεις να αντικατασταθούν με σχέσεις συνεργασίας, δημοκρατίας και αλληλεγγύης. Η κατανάλωση σχέσεων, η ταύτιση με τα προϊόντα, πρέπει να σταματήσει με την ανατροπή μιας αγοράς που δημιουργεί και επιβάλλει συνέχεια ανάγκες. Η ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να λάβει αυταξία και όχι να σκλαβώνεται από την εργασία. Αυτές οι αλλαγές θα έχουν κοσμογονικές συνέπειες στις έμφυλες ταυτότητες. Το αν θα τις αποδομήσουν ή θα δημιουργήσουν νέες μένει προς συζήτηση. Αυτό που τώρα μπορούμε να κάνουμε είναι να καταστήσουμε προσβάσιμες τις αξίες της κοινωνίας και στα δύο φύλα. Μία γυναίκα δεν μπορεί να αμφισβητήσει έναν κόσμο αν δεν γίνει πρώτα κομμάτι του. Έπειτα οι αξίες αυτές να «αποεμφυλοποιηθούν». Όσο κάποια χαρακτηριστικά επιφυλάσσονται σε μία ταυτότητα, θα περιλαμβάνουν την άρνησή τους στο Άλλο, είτε είναι η τρυφερότητα για τους άνδρες είτε η δυναμικότητα για τις γυναίκες. Οι αξίες αυτές μπορούν να γίνουν κομμάτι κάθε ύπαρξης, κάθε ατόμου. Αμφισβήτηση αξιών λοιπόν, αντικατάστασή τους από άλλες και απελευθέρωσή τους από το κλουβί της διπολικότητας.
Πέμπτη 19 Απριλίου 2007
Τί γίνεται με τις λαμαρίνες μπροστά από το ΑΠΘ;
Τρίτη 17 Απριλίου 2007
Αναθεώρηση του άρθρου 100 και Συνταγματικό Δικαστήριο:
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της τελευταίας πολυπαθούς αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η αναθεώρηση του άρθρου 100 Σ., δηλαδή η πρόταση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου, και η καθιέρωση ενός μεικτού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας, «σύμφωνα με το πρότυπο πολλών ευρωπαϊκών χωρών».
Βέβαια, το πρότυπο των ευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν αυτό που μέχρι τώρα ακολουθούσε η διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στα ελληνικά δικαστήρια. Το μοντέλο που τα ελληνικά δικαστήρια ακολουθούν, αυτό του παρεμπίπτοντος συγκεκριμένου και διάχυτου ελέγχου, μοιάζει μάλλον με το αμερικανικό σύστημα, και στη δομή αλλά και στη νομική θεμελίωσή του. Η ευρωπαϊκή παράδοση των Συνταγματικών Δικαστηρίων και Συμβουλίων είναι μεταγενέστερη και διαφορετική, και ως προς τις λειτουργίες και ως προς τη λογική της.
Το ελληνικό σύστημα δίνει σε κάθε δικαστήριο, ως το συνταγματικά καθιερωμένο εφαρμοστή των νόμων, τη δυνατότητα να ελέγχει τη συνταγματικότητα ενός νόμου, όταν καλείται να τον εφαρμόσει, και σε περίπτωση που αυτός κριθεί αντισυνταγματικός, να τον παραμερίζει. Υπάρχει συγκεκριμένη λογική πίσω από αυτό το σύστημα. Το Σύνταγμα θεωρείται ως ο θεμελιώδης νόμος του πολιτεύματος, ως η ουσία αυτού. Γι’ αυτό στέκεται πάνω από κάθε νόμο που η συντεταγμένη νομοθετική εξουσία θεσπίζει. Έτσι, ένας νόμος δεν μπορεί να καταργεί το Σύνταγμα. Αυτό μπορεί να γίνει σε περιορισμένη έκταση μόνο μέσω της συντεταγμένης αναθεωρητικής διαδικασίας. Ο έλληνας δικαστής καλείται να περιφρουρήσει αυτή τη διαδικασία, όχι ως μία επιπλέον αρμοδιότητά του, αλλά ως αναπόσπαστο κομμάτι της δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας, του καθήκοντός του να εφαρμόζει το νόμο. Με αυτή ακριβώς τη λογική, ανατίθεται το καθήκον αυτό σε κάθε δικαστή.
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων μόλις με το τελευταίο Σύνταγμα αποτέλεσε γραπτή διάταξη. Μέσα όμως από τη λογική και νομική θεμελίωση που συνοπτικά περιγράφηκε παραπάνω, ο έλεγχος αυτός έχει καθιερωθεί από τις αρχές ακόμη του αιώνα και αποτελεί βέλος στη φαρέτρα του έλληνα δικαστή. Το σύστημα αυτό δίνει, λόγω του διάχυτου ελέγχου, τη δυνατότητα σε κάθε δικαστή να παραμερίσει έναν αντισυνταγματικό νόμο, και άρα σε κάθε πολίτη να διεκδικήσει τη μη εφαρμογή ενός νόμου που βλάπτει τα δικαιώματά του. Αυτή η αποκεντρωμένη λειτουργία δίνει την εντύπωση μιας δικαιοσύνης πιο κοντά στο πολίτη και συντελεί στη (δικαιολογημένη ή όχι) δημιουργία αίσθησης εμπιστοσύνης προς το δικαστήριο, σε αντίθεση με την συχνά αναξιόπιστη και απειλητική νομοθετική εξουσία.
Από την άλλη πλευρά, το σύστημα της Συνταγματικής Δικαιοσύνης αποτελεί μεσοπολεμική, και άρα ύστερη της ελληνικής, επινόηση, βασισμένη κυρίως στην αρχή του κράτους δικαίου, όπως διατυπώθηκε από τον Hans Kelsen. Η Συνταγματική Δικαιοσύνη δεν εντάσσεται απόλυτα στη δικαστική εξουσία, αλλά αποτελεί ένα ιδιόμορφο έργο. Η λειτουργία του Συνταγματικού «Δικαστηρίου», ή καλύτερα στη Γαλλία, Συμβουλίου, είναι ο συγκεντρωτικός έλεγχος των νόμων, με δυνατότητα κατάργησης αυτών. Κύριος σκοπός του συστήματος αυτού είναι να εξασφαλίσει την ενότητα του κράτους δικαίου, μία δηλαδή άψογη πυραμιδική κατασκευή της έννομης τάξης. Το Σύνταγμα αντιμετωπίζεται ως ο νόμος με την ανώτερη ισχύ, και γι’ αυτό όλοι οι κατώτεροι νόμοι πρέπει να συμμορφώνονται με αυτό. Η συνταγματική δικαιοσύνη επωμίζεται λοιπόν το καθήκον διατήρησης της ομοιομορφίας και τελειότητας του συστήματος αυτού, ώστε να μην υπάρχουν νόμοι που χαλούν το οικοδόμημα του κράτους δικαίου.
Υπάρχει μια λεπτή διαφοροποίηση στην οπτική αυτή, που έχει όμως σημαντικές συνέπειες στην έννομη τάξη. Το ευρωπαϊκό σύστημα στρέφει το φως στο νόμο, την ομοιομορφία και την τελειότητα του οικοδομήματος του νομικού συστήματος. Εξασφαλίζει έτσι (ή τουλάχιστον προσπαθεί) ένα αξιόπιστο σύστημα ρυθμίσεων, ένα αφτιασίδωτο πρόσωπο κράτους δικαίου που οπλίζει τους πολίτες με σιγουριά για το τί ισχύει, ό,τι κι αν είναι αυτό και όσο ανεπιεικές ή άδικο φανεί σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Τυπική γερμανική λογική, δεν νομίζετε; Το ελληνικό σύστημα όμως, μέσω του διάχυτου και ενίοτε χαοτικού ελέγχου, που σε τεχνοκρατικές λογικές φαίνεται παρωχημένος, δίνει στη πραγματικότητα έμφαση στον άνθρωπο. Πάνω από το νόμο και το κατασκεύασμα του κράτους δικαίου, το αποκεντρωμένο σύστημα ελέγχου δίνει βάρος στην ατομική περίπτωση, στα δικαιώματα του συγκεκριμένου διαδίκου, και αυτά επιδιώκει να προστατεύσει, όταν σε μία περίπτωση κληθεί να εφαρμόσει ή να παραμερίσει ένα νόμο. Χάνεται λοιπόν μια μερίδα εμπιστοσύνης του δικαίου, αλλά αντικαθίσταται με μία ευλυγισία του δικαστή να προσαρμόσει το δίκαιο στις εξελίξεις των ιδεών και των πραγμάτων, και στη κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Αξίζει να πραγματευτούμε ένα ένα τα επιχειρήματα της κυβέρνησης όπως αυτά προκύπτουν από την εισηγητική έκθεση για την αναθεώρηση του Συντάγματος:
- Το γεγονός όμως ότι μπορεί να υπάρχουν αντίθετες κρίσεις των δικαστηρίων σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός νόμου, κατάσταση που δημιουργεί εύλογη αβεβαιότητα και ανασφάλεια δικαίου, τόσο στους πολίτες όσο και στη Διοίκηση συνιστά, κατά γενική παραδοχή, μειονέκτημα του συστήματος του διάχυτου ελέγχου. Γι’ αυτό, άλλωστε, το άρθρο 100 του Συντάγματος προβλέπει την αρμοδιότητα του Α.Ε.Δ. για την άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Το επιχείρημα αυτό δεν είναι άστοχο. Αντεπιχειρήματα και αντίστοιχα οφέλη όμως του διάχυτου συστήματος αναφέρθηκαν παραπάνω. Άλλωστε η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται πως την επιθυμητή λειτουργία επιτελεί το ΑΕΔ. Γιατί λοιπόν δεν ενισχύουν απλά το ΑΕΔ, με τη διαδικασία άρσης της αμφισβήτησης;
- Περαιτέρω προβληματισμό δημιουργεί επίσης και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το σύστημα του διάχυτου ελέγχου, ένας νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός πολλά χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του, με αναδρομική δύναμη, με αποτέλεσμα ν’ ανατρέπονται διαμορφωμένες καταστάσεις, να διαψεύδεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών, αλλά και να δημιουργούνται διόλου ευκαταφρόνητα προβλήματα πρακτικής φύσεως, μεταξύ των οποίων και η υπέρμετρη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, που έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την ανατροπή του οικονομικού προγραμματισμού της εκάστοτε Κυβέρνησης με επαχθείς συνέπειες για τους ίδιους τους πολίτες. Ο νόμος κρίνεται παρεμπιπτόντως αντισυνταγματικός και δεν καταργείται. Δεν ανατρέπει λοιπόν αναδρομικά την έννομη τάξη αλλά μία ατομική περίπτωση. Άλλωστε ένας νόμος μπορεί με την εξέλιξη του πολιτεύματος και της αντίληψης δικαστή και κοινωνίας, να κριθεί πολύ μετά την θέσπισή του αντισυνταγματικός. Αυτό δεν είναι κάτι αρνητικό. Οι ιδέες αλλάζουν, το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι νόμοι. Ως προς το δεύτερο επιχείρημα της εισηγητικής έκθεσης, δείχνει ίσως με μεγαλύτερη ειλικρίνεια τη σκοπιμότητα της πρότασης. Το να μην επιβάλλονται δηλαδή υπέρμετρα βάρη στο προϋπολογισμό από παροχές που κατακυρώνονται λόγω συνήθως επεκτατικής εφαρμογής νόμου που τις προβλέπει για συγκεκριμένες κατηγορίες, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ισότητας (των παροχών). Το πρόβλημα εδώ δε βρίσκεται στις πρακτικές του δικαστή, αλλά του νομοθέτη. Δεν είναι επιτρεπτές οι, συνήθως δόλιων σκοπιμοτήτων όπως η διάσπαση ενός ενιαίου διεκδικητικού μετώπου εργαζομένων, άνισες παροχές μεταξύ παρόμοιων κατηγοριών. Άλλωστε η δημοσιονομική πολιτική δε πρέπει να γίνεται ούτε από τη μία με χαριστικές παροχές σε συγκεκριμένες κατηγορίες αλλά κυρίως ούτε με νόμους που δίνουν παροχές σε επιλεγμένες κατηγορίες, σε βάρος της αρχής της ισότητας. Και μία αντισυνταγματική δημοσιονομική πολιτική πρέπει να ελέγχεται.
- Εξάλλου, η προβλεπόμενη στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος διαδικασία για την αμετάκλητη κρίση της συνταγματικότητας ενός νόμου συνδέεται με τη διεξαγωγή μακρόχρονων δικαστικών αγώνων σε όλους σχεδόν τους βαθμούς της οικείας δικαιοδοσίας- και αρκετές φορές σε δικαστήρια διαφορετικών δικαιοδοσιών- έως ότου εκδοθεί η δικαστική απόφαση που αίρει τη σχετική αμφισβήτηση. Η παρατεταμένη αυτή ανασφάλεια δικαίου δεν μπορεί να συνδυασθεί αρμονικά με την ταυτόχρονη κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος της δικαστικής προστασίας.
Αυτό το επιχείρημα είναι σοβαρό, αλλά το πρόβλημα αντιμετωπίζεται
με άλλα, λιγότερο ριζικά μέτρα αποσυμφόρησης των δικαστηρίων, και όχι με το ξερίζωμα μίας αιωνόβιας συνταγματικής παράδοσης.
- Στο πλαίσιο του ανωτέρω προβληματισμού θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η μεταβλητή σύνθεση των μελών του Α.Ε.Δ., αφού το ανώτατο αυτό δικαστήριο συγκροτείται, στην πλειοψηφία του, από δικαστές που καλούνται κατά περίπτωση και για περιορισμένο χρονικό διάστημα ν’ ασκήσουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου. Η μεταβλητότητα αυτή δεν ευνοεί τη διαμόρφωση πάγιας νομολογίας από το Α.Ε.Δ.
Και αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με αλλαγές στο τρόπο συγκρότησης του ΑΕΔ, και όχι με αντικατάστασή του από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο.
Προτείνεται από την εισηγητική έκθεση η καθιέρωση ενός μεικτού συστήματος, «η μετατροπή του Α.Ε.Δ. σε Συνταγματικό Δικαστήριο, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του σε θέματα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ύστερα από παραπομπή από τις οικείες Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, με ταυτόχρονη διατήρηση της αρμοδιότητας όλων των δικαστηρίων, όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών, να ελέγχουν τη συνταγματικότητα του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, με την παράλληλη όμως υποχρέωσή τους να παραπέμπουν το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας που τυχόν ανακύπτει ενώπιόν τους στην Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου». Απορίες δημιουργούνται βέβαια για το πώς θα λειτουργήσει το σύστημα αυτό, είναι όμως δεδομένος ο περιορισμός του διάχυτου ελέγχου, με όλες τις συνέπειες που καταγράφηκαν παραπάνω.
Επιπλέον είναι ενδιαφέρουσα η μνεία της εισηγητικής έκθεσης στον έλεγχο συμβατότητας του νόμου με το διεθνές δίκαιο που θα κάνει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αυτό αποκτά ενδιαφέρον κυρίως στον κοινοτικό τομέα, σε σύνδεση με την ύπαρξη Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ποια στάση θα κρατήσει ένα Συνταγματικό Δικαστήριο απέναντι στο ΔΕΚ. Ένας εθνικός δικαστής μπορούσε να παραμερίσει μια κοινοτικής προέλευσης διάταξη χωρίς βαριές συνέπειες. Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα κληθεί να τη καταργήσει; Πώς μπορεί πολιτικά να το κάνει αυτό; Και αν δε μπορεί, ποιος θα είναι ο ρόλος του; Η νομιμοποίηση των κοινοτικών εντολών; Είναι ρόλος αυτός μιας Συνταγματικής Δικαιοσύνης;
Υπάρχουν βέβαια και σκοπιμότητες που δεν αναφέρονται στην εισηγητική έκθεση. Είναι χαρακτηριστικό πως τα μέλη του Δικαστηρίου αυτού θα διορίζονται από τις κυβερνήσεις. Είναι πολλές οι φωνές που λένε πως τα δύο κόμματα και οι συνταγματολόγοι τους, θέλουν ένα δικαστήριο, που αν δε τους υπηρετεί υπάκουα, τουλάχιστον δε θα μπλέκεται στα πόδια τους, όπως έκανε ως τώρα ο έλληνας δικαστής και κυρίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που με αποφάσεις του ουσιαστικά εμπόδισε σημαντικά κομμάτια έργων και πολιτικών των κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα όσον αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα, για παράδειγμα το άλλο πολύπαθες άρθρο 24 για τα δάση, πολλές αποφάσεις του ΣτΕ έβαλαν φρένο στην αναπτυξιακή, οικοδομική και αντιοικολογική πολιτική κυβερνήσεων. Μεγάλα παραδείγματα αποτελούν η κατασκευή της Εγνατίας οδού, που άλλαξε πολλάκις προς συμμόρφωση δικαστικών αποφάσεων, η εκτροπή του Αχελώου, που δεκάδες φορές το ΣτΕ εμπόδισε και ο νυν υπουργός προσπαθεί να περάσει το σκόπελο αυτό με τη νομοθετική κατοχύρωση της σύμβασης, και ακόμη η διεξαγόμενη μάχη πολλών μετώπων για τη κατασκευή της υποθαλάσσιας αρτηρίας στη Θεσσαλονίκη και τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Βέβαια το ΣτΕ δε μπορεί να σταματήσει έργα τέτοιο μεγέθους, και ούτε είναι η δουλειά του αυτή. Η μετωπική αντιπαράθεση σε πολιτικές είναι πολιτική αντιπαράθεση, και άρα δουλειά κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών οργανώσεων. Για αυτό δε πρέπει να υπάρχει ψευδαίσθηση για έναν τυχόν ρηξικέλευθο ρόλο της δικαιοσύνης. Η δικαστική αντιπαράθεση σε πολιτικές έχει εμφανή όρια. Παρόλα αυτά όμως ο ρόλος του ΣτΕ είναι σημαντικός και θα πρέπει να τύχει υπεράσπισης, ως ένα κομμάτι του οπλοστασίου του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν χαρακτηριστικά το πώς αμφότερα τα κόμματα εξουσίας αντιλαμβάνονται τη μεταρρύθμιση, και όσον αφορά τη κατεύθυνση, αλλά και το τρόπο. Φαίνεται, όχι μόνο από τα παραπάνω, αλλά γενικότερα, η σε γενικές γραμμές ταύτιση των μεταρρυθμιστικών πολιτικών των δύο κομμάτων, η νεοφιλελεύθερη κατεύθυνσή της ταυτόχρονα με την ενδυνάμωση του κράτους (μέσω του μοντέλου Συνταγματικής Δικαιοσύνης και όχι μόνο) απέναντι στο πολίτη. Αυτό δείχνει από τη πλευρά του πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι υποχώρηση του κράτους αλλά μετασχηματισμός του ρόλου του, και ενίσχυσή του σε τομείς όπως η ασφάλεια, αλλά και στο τομέα του συνταγματικού ελέγχου στη δική μας περίπτωση, στη δημιουργία ενός πιο αυστηρού και απρόσωπου, τυπικά δίκαιου και κατά περίπτωση ανάλγητου κράτους. Επιπλέον δείχνει πως οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση (όχι ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ γενικά και αόριστα, όπως επαγγέλλεται ο πρωθυπουργός), εκτός από νεοφιλελεύθερες είναι ανερμάτιστες, χωρίς αίσθηση συνέχειας και χωρίς σεβασμό σε μία παράδοση, πολιτική, δικαστική ή ό,τι άλλο, που δεν έχει μόνο ελαττώματα. Μεταρρυθμίσεις χωρίς τομές αλλά με ρήγματα, χωρίς θαρραλέα βήματα (ό,τι κι αν πούμε άλλωστε για την αναθεώρηση του αρ. 16 Σ. ή το νόμο πλαίσιο, δεν αποτελούν βαθιές τομές στην ήδη εντατικοποιημένη και αγοραία πανεπιστημιακή εκπαίδευση), αλλά με δόλια νυχτοπερπατήματα. Μεταρρυθμίσεις που κινούνται ούτως ή άλλως στη μόνη κατεύθυνση που τα δύο τουλάχιστον κόμματα, ταξικά μεροληπτικά, ταλανιζόμενα από τη διαφθορά και τη διαπλοκή, και συντεχνιακά εγκλωβισμένα θα μπορούσαν να την οδηγήσουν. Στον μεγαλοαστικών συμφερόντων νεοφιλελεύθερο κατήφορο.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑΣ
Το κείμενο αυτό θα αναφερθεί σε ένα μείζον ζήτημα της πόλης, αυτό της υποθαλάσσιας αρτηρίας, εκφέροντας άποψη τόσο για αυτό καθ’ αυτό το έργο, όσο και για το ρόλο που τέτοια έργα θα μπορούσαν να παίξουν στη σύνδεση του πανεπιστημίου με τη κοινωνία. Αποσκοπεί έτσι να δώσει ένα παράδειγμα του πώς η πολιτεία αντιλαμβάνεται τη διακυβέρνηση, και πώς αυτή θα μπορούσε να γίνει καλύτερα και πιο συμμετοχικά, και ειδικότερα επιφυλάσσοντας στο πανεπιστήμιο έναν ζωτικό και ουσιαστικό κοινωνικό ρόλο.
Καταρχήν για το ίδιο το έργο. Εξαρχής πρέπει να ειπωθεί πως η συζήτηση για το έργο αυτό γίνεται κυρίως σε επίπεδο συμβολικό. Η υποθαλάσσια παρουσιάζεται ως καλή για τη πόλη γιατί είναι μεγάλο έργο. Αυτό σημαίνει πολλά χρήματα, πολλές θέσεις εργασίας, και «δια μαγείας» λύσεις των κυκλοφοριακών προβλημάτων του κέντρου. Η πολιτεία δε προωθεί αυτό το έργο και για τη συμβολική του αξία, όπως και το μετρό. Οι λόγοι όμως κατασκευής ενός έργου, ειδικά με τόσο σοβαρές επιπτώσεις στον αστικό ιστό δε μπορεί να είναι αποκλειστικά πολιτικοί. Ένα μεγάλο έργο πρέπει να εξυπηρετεί και σε κάτι. Και επιπλέον, ακριβώς επειδή είναι μεγάλο, να εξετάζεται πάντα το ενδεχόμενο ηπιότερες (από άποψη οικονομική, περιβαλλοντική κλπ) παρεμβάσεις να βοηθούν εξίσου ή και περισσότερο στη λύση του προβλήματος.
Η υποθαλάσσια, όταν προτάθηκε αρχικά, ήταν ένα διαφορετικό έργο και αποτελούσε κομμάτι ενός γενικότερου σχεδιασμού της κυκλοφορίας της Θεσσαλονίκης. Σαν μέρος του Ρυθμιστικού Σχεδίου του 1985, ήταν ενταγμένη σε ένα συνολικό σχέδιο ρύθμισης, που σκοπό είχε στη παράκαμψη του κέντρου από τα αυτοκίνητα που ως σήμερα διέρχονται από αυτό με προορισμό το Δυτικό ή το Ανατολικό άκρο της πόλης. Έτσι, η υποθαλάσσια δημιουργούσε με τη περιφερειακή ένα δακτύλιο γύρω από το κέντρο. Αυτό, σε συνδυασμό με συνολικές ρυθμίσεις, μπορούσε ίσως τότε να αποτελέσει μια λύση για το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης. Ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε. Και τώρα επανεμφανίζεται αποσπασματικά το έργο της υποθαλάσσιας να αντικαταστήσει μια απαραίτητη συνολική παρέμβαση στο κέντρο της πόλης. Όπως όμως λεει η κα Γερόλυμπου, καθηγήτρια του τμήματος Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ, «πολεοδομία a la carte δε γίνεται». Η υποθαλάσσια από μόνη της, με το τρόπο που θα κατασκευαστεί (δηλαδή μόνο αυτό το κομμάτι και όχι ως τη Καλαμαριά, ώστε να σχηματίζει δακτύλιο) και μάλιστα στα σημερινά τελείως διαφορετικά δεδομένα σε σχέση με το 1985, μπορεί εν τέλει να δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα λύσει.
Το ζήτημα του συνολικού σχεδιασμού είναι σημαντικό και για κάποιους ακόμη λόγους. Μετά από δεκαετίες πειραματισμών και συμπερασμάτων, έχει επικρατήσει πως το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί ο ζωντανός χαρακτήρας του κέντρου, χωρίς ταυτόχρονα να πνίγεται αυτό από τα αυτοκίνητα. Η τελευταία λύση που προτείνεται παγκοσμίως δεν είναι τόσο να κατασκευαστούν τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι που να παρακάμπτουν το κέντρο, όπως ανισόπεδοι κόμβοι κλπ, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποκόψουν το κέντρο από την υπόλοιπη πόλη και να το απονεκρώσουν. Αντίθετα προκρίνονται παρεμβάσεις για διατήρηση μιας σχετικής κυκλοφορίας μέσα στο κέντρο, με την αποθάρρυνση χρήσης του ΙΧ, με περιφερειακά πάρκινγκ και δημόσιες συγκοινωνίες, ή και με άλλους τρόπους. Σημειωτέον ότι το μεγάλο πρόβλημα στη Θεσσαλονίκη δεν είναι η έλλειψη δρόμων αλλά η απουσία χώρων στάθμευσης και η σχεδόν αποκλειστική λύση του ΙΧ ως μέσου μετακίνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η υποθαλάσσια, έργο που ουσιαστικά ενθαρρύνει τη χρήση του ΙΧ, θα αυξήσει τη γενικότερη κυκλοφορία των οχημάτων, και ταυτόχρονα θα κάνει το κέντρο πιο ελκυστικό για αυτά, σε περίπτωση που όντως το αποσυμφορήσει. Έτσι, το κέντρο, που λόγω της κατασκευής της υποθαλάσσιας θα έχει λιγότερες πια διόδους (βλ. πεζοδρόμηση Νίκης) θα κορεσθεί πολύ σύντομα και το έργο μπορεί να αποδειχθεί άχρηστο.
Μαζί με αυτά και άλλα ζητήματα που εγείρονται, προκύπτουν και σοβαρά περιβαλλοντικά και πολιτιστικά ζητήματα. Η υποθαλάσσια αρτηρία θα καταστρέψει τη περιοχή του λιμανιού όπου θα εισέρχεται. Εκεί υπάρχουν ανοιχτοί και πράσινοι χώροι, καθώς και κάποια ιστορικά κτίρια του λιμανιού. Επιπλέον, από την άλλη πλευρά, θα περιορίσει δύο πολύ σημαντικά πάρκα της πόλης: αυτό τη παραλίας, αφού κομμάτι του, και μάλιστα αυτό με την υψηλότερη βλάστηση, θα κοπεί για να διαπλατυνθεί η λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου που θα αμφιδρομηθεί. Χειρότερα θα συμβούν στο Πεδίο του Άρεως, το πάρκο της ανθοέκθεσης απέναντι από την Ετ3 της λεωφ. Στρατού, αφού μια έξοδος της υποθαλάσσιας θα το κόβει στη μέση. Έτσι, το 10% περίπου του πρασίνου του Δήμου Θεσσαλονίκης θα καταστραφεί. Ταυτόχρονα δε γίνεται καμία μέριμνα για την αύξηση του απελπιστικά ελάχιστου πρασίνου της πόλης μας, που αντιθέτως συνεχώς (και λόγω του μετρό) μειώνεται.
Μαζί μ’ αυτά κρίσιμο είναι και το ζήτημα της εξόδου των ρύπων των αυτοκινήτων. Το φουγάρο που θα κατασκευαστεί, άγνωστο ακόμη ακριβώς του πού, θα προκαλέσει πρόβλημα στο συγκεκριμένο σημείο. Έτσι το πρόβλημα των καυσαερίων μετατίθεται από το ένα σημείο στο άλλο, όπως ακριβώς και το πρόβλημα του κυκλοφοριακού μετατίθεται από το κέντρο στις εξόδους – εισόδους της υποθαλάσσιας. Η λογική λοιπόν του έργου είναι δυστυχώς μια λογική που μεταθέτει και μετασχηματίζει αλλά δε λύνει τα προβλήματα.
Μία άλλη πτυχή του ζητήματος είναι η σύμβαση της κατασκευής του έργου. Το έργο θα γίνει με παραχώρηση, η οποία περιλαμβάνει τη κατασκευή και τη λειτουργία της υποθαλάσσιας για τριάντα χρόνια, ή μέχρι η ανάδοχος να αποκομίσει το απαιτούμενο κέρδος. Είναι δε χαρακτηριστικό πως η εν λόγω ανάδοχος (η Θερμαϊκή Οδός, συμφερόντων Μπόμπολα) πρόσφερε πολύ λίγα χρήματα σε σχέση με τις άλλες εταιρίες για τη κατασκευή του έργου. Προβλέπει βέβαια και τη χαμηλότερη αποδοτικότητα. Είναι πολλοί αυτοί που εκφράζουν αμφιβολίες και ως προς το απαιτούμενο κόστος του έργου αλλά και ως προς την αποδοτικότητά του. Και μια που στη παραχώρηση έργου η ανάδοχος είναι αυτή που έχει την ευθύνη (με 20% συγχρηματοδότηση του Δημοσίου, του ύψους των 100 εκ. Ευρώ) είναι άξιο απορίας το τί θα συμβεί στο έργο αν αποδειχθεί ακριβότερο ή μη αποδοτικό.
Επίσης, η σύμβαση παραχώρησης προβλέπει τη δημιουργία ζωνών Προνομίων και Επιρροής, όπου η ανάδοχος εταιρία θα έχει λόγο για τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που θα λαμβάνουν χώρα στη περιοχή του κέντρου, και θα έχει επιπλέον τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση σε περίπτωση που αποδείξει ότι μια ανταγωνιστική κυκλοφοριακή ρύθμιση μειώνει την απόδοση της υποθαλάσσιας αρτηρίας. Αυτές οι φεουδαρχικής έμπνευσης υπερεξουσίες δημιουργούν το κίνδυνο να εμποδιστούν πολλές εναλλακτικές και ήπιες παρεμβάσεις στο κέντρο που θα μπορούσαν να απαλύνουν το κυκλοφοριακό, αλλά και να διοχετεύονται τεχνητά τα αυτοκίνητα στην υποθαλάσσια, τα διόδια της οποίας θα ανέρχονται στα 2 ευρώ το 2011 που αυτή θα λειτουργήσει. Δεν είναι άνευ προβληματισμού και η ίδια η παραχώρηση έργου σαν τρόπος κατασκευής δημοσίων έργων. Με αυτή, όπως δείχνει το παράδειγμα της υποθαλάσσιας, μετακυλύεται ένα σημαντικό κομμάτι δημόσιας εξουσίας σε ιδιώτες, και το κράτος μετασχηματίζει το ρόλο του από τον κύριο δρώντα σε επόπτη. Χωρίς να υποστηρίζουμε ότι το κράτος ήταν ο καλύτερος εργοδότης, εργολάβος ή πάροχος υπηρεσιών, θεωρούμε πως ο ιδιώτης θα ασκήσει την εξουσία με βάση το μόνο κριτήριο που έχει σημασία για αυτόν: η απόδοση του έργου. Το κράτος είναι, δυστυχώς, ο μόνος φορέας, ως δημόσιος πολιτικός φορέας που ελέγχεται μερικώς από τη κοινωνία, που μπορεί να εξαναγκασθεί να λάβει υπόψιν του και να φροντίσει και τις κοινωνικές ανάγκες που δεν παρέχουν οικονομική ανταποδοτικότητα.
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή το ζήτημα της υποθαλάσσιας έχει ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο: το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έχει εμπλακεί ενεργά στο διάλογο για το έργο αυτό. Το τμήμα της Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ έχει βγάλει απόφασή του με την οποία αντιτίθεται στη κατασκευή της υποθαλάσσιας. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που το συγκεκριμένο τμήμα είχε βγάλει απόφαση για ζήτημα που αφορά τόσο άμεσα τη πόλη. Πολλοί καθηγητές δε έχουν εμπλακεί ενεργά στη διαδικασία ενημέρωσης και αγώνα ενάντια στη υποθαλάσσια, όχι μόνο ως πολίτες, αλλά και χρησιμοποιώντας την ακαδημαϊκή τους ιδιότητα και τις ανάλογες γνώσεις τους. Και στη Νομική, καθηγητές έχουν επιδοθεί σε δικαστικό αγώνα ενάντια στην υποθαλάσσια, σε συνεργασία με άλλους πολιτικούς φορείς. Ως τώρα έχουν ασκηθεί τρεις αιτήσεις ακυρώσεως (ενάντια στον αποχαρακτηρισμό των μνημειακών αποθηκών του λιμανιού, ενάντια στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων και στην ανάθεση του έργου) και τουλάχιστον η μία από αυτές παρουσιάζει ευοίωνες προοπτικές.
Αλλά και οι φοιτητές δεν έχουν μείνει πίσω στη διαδικασία αυτή. Κατά τη διάρκεια των φετινών καταλήψεων, έγιναν πολλές συζητήσεις γύρω από την υποθαλάσσια, σε διάφορες σχολές, κυρίως του Πολυτεχνείου. Το Πολυτεχνείο, αλλά και η Νομική έχουν λάβει αποφάσεις σε γενικές συνελεύσεις τους ενάντια στην κατασκευή της υποθαλάσσιας. Ταυτόχρονα, φοιτητικής σύνθεσης ομάδες έχουν μπει ενεργά στη διαδικασία αγώνα.
Τα παραπάνω αποτελούν ένα νέο ποιοτικό στοιχείο για τη παραδοσιακά απομονωμένη από τη πόλη και τα προβλήματα της πανεπιστημιακή κοινότητα. Ειδικά το φοιτητικό κίνημα, λόγω της σύνθεσης του, δεν είχε στο παρελθόν ενσκήψει στα ζητήματα που απασχολούν τη πόλη στην οποία και οι ίδιοι οι φοιτητές, έστω και διαχωρισμένα, ζουν. Αυτή τη φορά όμως, εν όψει των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων και της ανάγκης του κινήματος να μιλήσει στη πόλη, έγινε κατανοητό, πως πρέπει επιτέλους το πανεπιστήμιο να αναλάβει υπεύθυνα το κοινωνικό του ρόλο, και να έχει λόγο για τα μεγάλα ζητήματα της πόλης.
Η πόλη χρειάζεται το πανεπιστήμιο. Χρειάζεται τη γνώση του. Χρειάζεται την ενέργεια, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και το αγωνιστικό πάθος των φοιτητών του. Χρειάζεται τη στράτευση των καθηγητών του. Αλλά και το πανεπιστήμιο χρειάζεται τη πόλη. Τη χρειάζεται για να ξαναθυμηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Τη χρειάζεται για να προασπιστεί το δημόσιο και κοινωφελή χαρακτήρα του. Το παράδειγμα της υποθαλάσσιας είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε το ρόλο που πρέπει να έχει ένα πανεπιστήμιο. Για το είδος της έρευνας που πρέπει να κάνει. Όχι απλά πώς, αλλά γιατί πρέπει να γίνει ένα τέτοιο έργο; Πώς θα βελτιωθεί το επίπεδο ζωής της πόλης; Η λειτουργία του πανεπιστημίου, εκπαιδευτική και ερευνητική πρέπει να περιστρέφεται γύρω από τα σημαντικά ζητήματα των κοινωνιών των οποίων αυτό αποτελεί μέρος. Το πανεπιστήμιο πρέπει να αποκτήσει θεσμικό και αποφασιστικό ρόλο στα δρώμενα της πόλης και του τόπου. Να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων. Και ταυτόχρονα να προασπίσει το δημόσιο χαρακτήρα του, ως απαραίτητη προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του και της ελευθερίας του από κερδοσκοπικούς φορείς. Γιατί μόνο το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να βρίσκει λύσεις που δεν θα περιστρέφονται γύρω από όρους αποδοτικότητας και κέρδους (κάτι που αποτελεί το αποκλειστικό ενδιαφέρον της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας), αλλά λύσεις που θα ανακουφίζουν το κοινωνικό σύνολο, θα ενισχύουν τη συνοχή του, και θα του εξασφαλίζουν μια ποιοτικότερη ζωή, ειδικά για τα λιγότερο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.
Σάββατο 14 Απριλίου 2007
Γραμμα στο Δήμαρχο
Με λένε Διονύση. Είμαι μεταπτυχιακός φοιτητής νομικής και ασκούμενος δικηγόρος. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη πριν από έξι χρόνια, πιτσιρικάς ακόμη, για να σπουδάσω. Την αγάπησα αμέσως τη Θεσσαλονίκη. Αν και πιο βρώμικη και απρόσωπη από τη Καβάλα, σφύζει από ζωή, χωρίς να είναι και σαν τη ζούγκλα της Αθήνας.
Στη πόλη αυτή έκανα φίλους, ερωτεύτηκα, περιπλανήθηκα, διαδήλωσα. Έχει φιλοξενήσει ένα κομμάτι της ζωής μου, και την αγαπώ γι’ αυτό. Όμως το τελευταίο καιρό τη βλέπω ν’ αλλάζει. Καλό πράγμα η αλλαγή θα πείτε, κύριε Δήμαρχε. Βεβαίως. Έμαθα πως αναπλάθετε λεει το κέντρο της πόλης. Βλέπω όμως αλλαγές που δε μου αρέσουν. Τα παλιά καλά παγκάκια αντικαταστάθηκαν με κάτι κρυόκωλες και στενές μαρμάρινες πλάκες. Ούτε τη πλάτη μας δε μπορούμε ν’ ακουμπήσουμε. Άσε που δε χωράμε πια η παρέα. Κι όλο πάμε σε μπαράκι. Κι αυτά τα ρημάδια είναι πανάκριβα. Άλλωστε μας άρεζε να αράζουμε και να τα πίνουμε στη πλατεία. Έτσι κάνανε κι οι γονείς μας παλιά.
Στη παραλία πάλι, στο λευκό πύργο τα βγάλατε όλα. Κόψατε και θάμνους και δέντρα για να φαινόμαστε. Πήγαινα με τη γυναίκα μου παλιά εκεί και καθόμασταν. Τώρα δε γίνεται πια. Το φως είναι έντονο και μας βλέπουν από παντού. Όχι ότι κάναμε τίποτα πονηρό. Τίποτα φιλάκια ανταλλάσσαμε στα κρυφά. Τώρα μόνο στα μπαρ μπορούμε να βγούμε.
Θέλετε λεει να ξεφορτωθείτε τους ανεπιθύμητους. Χαλάνε το πρόσωπο του κέντρου. Ποιοι είναι όμως αυτοί; Οι μετανάστες; Οι ναρκομανείς; Η νεολαία που δε βγαίνει στα μπαράκια; Διώξατε θυμάμαι και τη λαϊκή απ’ τη Ροτόντα. Χάλαγε κι αυτή τη μόστρα. Κάνανε και εκεί καφέ τώρα. Ωραία ήταν η λαϊκή. Μαζευόταν κόσμος κάθε Τρίτη. Τώρα ψωνίζουν κάθε Σάββατο από τα πολυκαταστήματα έξω απ’ τη πόλη. Όσοι έχουν αμάξι. Μάλλον πρέπει να πάρω και γω πια. Αλλά που θα χωρέσω στη πόλη; Ίσως βέβαια τώρα με την υποθαλάσσια να βολεύει να έχεις αμάξι...
Κι αυτή η υποθαλάσσια. Ε βέβαια, λεωφορεία είναι αυτά; Δεν τα άντεχα κάθε πρωί, πήρα ποδήλατο. Αλλά πού ποδήλατο στη πόλη; Αμάξι χρειάζομαι. Να πηγαίνω και βόλτα τη γυναίκα μου που γκρινιάζει.
Λένε πως η υποθαλάσσια και το μετρό θα φάνε το πράσινο της πόλης. Κι άλλο; Και τί θα μείνει δηλαδή; Όλο πολυκατοικίες γεμίσαμε, και πάρκα πουθενά. Όχι ότι τα χρησιμοποιούμε και καθόλου... Αναρωτιέμαι που θα βγάζω τα παιδιά που θα κάνω βόλτα. Πώς θα μεγαλώσουν σ’ αυτή τη πόλη που γίνεται όλο και πιο γκρί;
Δεν τ’ αντέχω όλα αυτά κύριε Δήμαρχε. Και σου γράφω να στο πω. Αν δεν αλλάξουν λίγο τα πράγματα, στο λεω, θα φύγω. Απ’ τη πόλη. Με πνίγει πια η Θεσσαλονίκη. Κάνε κάτι λοιπόν γιατί θα φύγω. Σ’ απειλώ κύριε δήμαρχε. Και μπορεί να μη σε νοιάζει και πολύ, άλλωστε δε σε ψηφίζω κιόλας, αλλά ένα σου λεω. Εγώ μια μέρα θα γίνω μεγάλος και τρανός. Εκεί που θα πάω θα μεγαλουργήσω. Άμέ, έχω όνειρα εγώ. Και θα βγαίνω και θα λεω παντού ότι εγώ όλα τα καλά που κάνω στη Θεσσαλονίκη θα τα έκανα. Αλλά αυτή δε με ήθελε. Μ’ έδιωξε. Τελευταία προειδοποίηση κύριε δήμαρχε. Κάνε κάτι γιατί με χάνεις
Διονύσης
14/4/07