Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Η ανάρτηση υπό τον τίτλο τόπο στους νέους νο3 δημοσιεύθηκε στην ελευθεροτυπία στις 16.12.08, μάζί με άρθρο του καθηγητή Νομικής Αντώνη Μανιτάκη. Σε απάντηση ήλθε η παρακάτω δημοσίευση από τον καθηγητή Ιατρικής Γιώργο Ανωγειανάκι. Τον ευχαριστώ για την απάντηση και επιφυλάσσομαι να απαντήσω άμεσα στο μέλλον.

Ελεύθερο Βήμα


«Πιστέψτε πρώτ' απ' όλα στον εαυτό σας..»


Απάντηση στην επιστολή ενός ανώνυμου φοιτητή

Αγαπητέ Διονύση,

Είμαι πανεπιστημιακός, 60 χρόνων που έζησε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του στην Αμερική του '60 και του '70. Πήγα εκεί όταν άρχιζε η εποχή των παιδιών των λουλουδιών και γύρισα στην Ελλάδα αφού είχε «ριζώσει» πια η δημοκρατία στον «τόπο» της. Θα ήθελα να απαντήσω σε μερικά θέματα που έθεσε ο γεροντίστικος λόγος σου, πιστεύοντας ότι ο αντίλογος αυτός θα τύχει της ίδιας εκδοτικής εύνοιας με το γράμμα σου, όπως αυτό μεταγράφηκε από τον Αντώνη Μανιτάκη.

Καημένε Διονύση, διατείνεσαι πως η κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα ξέπεσαν στη σημερινή τους κατάντια, στα «διαπλεκόμενα συμφέροντα, στη διάλυση του δημόσιου τομέα, στο πλιάτσικο των κερδοσκόπων και στην κρατική διαφθορά», αφού εγκατέλειψαν τον (αριστερό;) παράδεισο όπου βασίλευαν οι έννοιες της «κοινότητας και αλληλεγγύης»! Και πως ο όφις ο πονηρός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον «καταναλωτικό λήθαργο» που μας έχει καταλάβει!

Ομως, Διονύση, πάντα στην ιστορία έτσι είχαν, έτσι έχουν και έτσι θα μένουν τα πράγματα: Η έννοια της βίας είναι σύμφυτη με την έννοια του κράτους. Γιατί η μόνη λογικοφανής αιτία για την ύπαρξη των κοινωνιών είναι το ότι κανένας δεν μπορεί να μένει ξύπνιος 24 ώρες το 24ωρο -άρα πάντα πρέπει να «τα βρίσκει» με κάποιον που θα «κρατάει τσίλιες» όσο αυτός κοιμάται!

Λυπάμαι Διονύση, αλλά δεν πείθομαι ότι τα λόγια σου, όπως μεταγράφηκαν, είναι αυθεντικά. Γιατί δεν πιστεύω ότι η νέα γενιά μπορεί να είναι ποτέ «τραγική φιγούρα» μόνο και μόνο γιατί ταυτίζει το νόημα της ζωής με «την καριέρα» και με το «να περνάμε καλά» αλλά και γιατί επιμένει πως «κινητά και αυτοκίνητα» αποτελούν το διαβατήριο για την κοινωνική ένταξη. Ετσι ήταν πάντοτε οι νέοι και έτσι πρέπει να είναι: να κάνουν μεγάλα, υλιστικά όνειρα για τη ζωή τους και να καταναλώνουν, επιζητώντας την καλοπέρασή τους! Δεν ξέρω τι είδους απωθημένα έχουν από τη ζωή τους όσοι μεταγράφουν τα λόγια σου -προφανώς γιατί δεν τα θέλουν να ακουστούν όπως εσύ τα λες με τους φίλους σου- αλλά, αν με ρωτήσεις, τα περί «κοινότητας και αλληλεγγύης» είναι μπούρδες. Ρώτησε πρώτα τους μεταγραφείς και διερμηνείς σου σχετικά με το «πόσους έριξαν» στη ζωή τους για να φτάσουν εκεί που είναι και τότε «θα σε λέω». Γιατί αν έστω και ένας από αυτούς έφτασε, εκεί που έφτασε στη ζωή του, τίμια, τότε τόσο η κοινωνία μας όσο και το πολιτικό μας σύστημα δουλεύουν και όλα τα υπόλοιπα είναι ανοησίες. Αν ισχύει αυτό που λες, ότι δηλαδή είναι «πολλαπλάσιος ο κόσμος που φοβήθηκε ή αρνήθηκε να κατεβεί στον δρόμο», άλλο τόσο ισχύει πως είναι πολύ περισσότεροι (από τον ένα που θα ισχυριστεί ότι ήταν απόλυτα τίμιος), αυτοί που στη ζωή τους έφτασαν, με τίμια μέσα, εκεί που βρίσκονται σήμερα.

Και κάτι άλλο ρε Διονύση. Τι σε έπιασε με τους μετανάστες συνομήλικούς σου που σωστά θεωρούν τα «κινητά και αυτοκίνητα» ως το διαβατήριό τους για την κοινωνική ένταξη; Και πώς θέλεις να «ανέβουν» κοινωνικά χωρίς μερικοί από αυτούς να πεθάνουν «στα σύνορα, στα γιαπιά ή στα αστυνομικά τμήματα». Για ρώτα και μερικούς δικούς μας που έχουν πάει μετανάστες-εργάτες να σου πουν τι σημαίνει ξενιτιά! Και μην απορήσεις όταν σου πουν ότι πάντα έτσι γίνεται με την πρώτη γενιά των μεταναστών. Αυτοί την πληρώνουν ώστε η δεύτερη αλλά, κυρίως, η τρίτη γενιά να ενσωματωθεί.

Διονύση. Μην αφήνεις κανένα να σε πείσει πως η πολιτικοποίηση είναι λύση. Η λύση είναι μόνο μία: να πιστέψεις στον εαυτό σου και να ψηφίζεις πάντα πρόσωπα και όχι κόμματα. Και πάνω απ' όλα να μην εμπιστεύεστε κανέναν που η ηλικία του ξεπερνάει τα 35. Ιδίως όταν δεν αφήνουν τα λόγια σου να ακουστούν ελεύθερα αλλά επιμένουν να τα μεταγράφουν ή και να μεταφράζουν. Και αν θες τη γνώμη μου (έστω και αν είμαι πάνω από 35) πρέπει να πολεμήσεις, πάντα εγωιστικά σκεπτόμενος, για λίγα, στοχευμένα μέτρα: Για να εξισωθούν τα όρια συνταξιοδότησης μεταξύ ανδρών και γυναικών προς τα κάτω. Για να συνταξιοδοτηθούν άμεσα όσοι είναι να συνταξιοδοτηθούν ύστερα από αυτό, έστω και αν οι συντάξεις τους είναι συντάξεις πείνας. Για να καταργηθούν οι κάθε είδους επετηρίδες και οι προαγωγές με βάση τη δήθεν εμπειρία. Και για να καταλάβουν οι νέοι τις θέσεις που θα αδειάσουν με βάση τα προσόντα τους και μόνο.

Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος σου και με μόνο γνώμονα αυτόν πρέπει να ψηφίσεις, πρόσωπα κάτω των 35 ετών και όχι κόμματα, στις ερχόμενες εκλογές. Αλλιώς, θα συμβεί αυτό που με τα μάτια μου είδα να συμβαίνει πριν από 40 σχεδόν χρόνια. Ο δικός μου Αλέξης ονομαζόταν James Rector. Σκοτώθηκε στο Berkeley, πυροβολημένος απευθείας από καραμπίνα με «γουρουνόσκαγια» τη «Μαύρη Πέμπτη» 15 Μαΐου 1969. Την ίδια μέρα έγιναν πάνω από 200 συλλήψεις και δεκάδες φοιτητές μπήκαν στο νοσοκομείο για νοσηλεία από τραύματα που τους προξένησε η αστυνομία... Ομως, τρία χρόνια αργότερα, όταν δίδασκα ως Teaching Assistant στο Univesity of Southern California, παρατήρησα ότι οι φοιτητές μου ήταν πολύ πιο συντηρητικοί απ' ό,τι ήμασταν εμείς... τους «κουκουλοφόρους» του Berkeley είχαν αρχίσει να τους διαδέχονται οι «συμμορίες της γειτονιάς», την αποστασιοποίηση από τους γονείς είχε διαδεχτεί μία συνειδητοποίηση πως «οι γονείς είχαν δίκιο»! Ετσι, τις προοδευτικές ελπίδες που είχαν ανατείλει με την εκλογή του προέδρου Kennedy το 1960, τις διαδέχτηκαν 28 χρόνια άκρως συντηρητικής διακυβέρνησης τα τελευταία 40 χρόνια.

Γιώργος Ανωγειανάκις καθηγητής Ιατρικής ΑΠΘ




ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/12/2008



Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

http://www.enet.gr/online/online_hprint?q=%E4%E9%EF%ED%F5%F3%E7&a=&id=24966380

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

O Tocqueville για την εξέγερση





παραθέτω κομμάτια ρήσεων του Τοκβιλ για τις εξεγέρσεις σε δημοκρατικές κοινωνίες, όπως τα έγραψε κυρίως με βάση παρατηρήσεών του για την Αμερική και τη Γαλλία. Τα κομμάτια είναι από το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη "φιλόξενος μηδενισμός", τον οποίο και ευχαριστώ για την εμπνευση. Μπορεί η χρήση τους να είναι επιλεκτική, αλλά νομίζω ότι ο Γάλλος φιλόσοφος είναι ακόμη επίκαιρος...


...βλέπουμε να κυριαρχεί η ιδέα ότι η δημοκρατική εποχή κυοφορεί ένα είδος επίπλαστης ηρεμίας στην επιφάνεια μαζί με διάφορες θύελλες στο βάθος των πραγμάτων ή όπως συνηθίζει να υπογραμμίζει ο Τοκίλ, στα ήθη και στα αισθήματα. Μόλις δηλαδή διαφαίνεται μία κατάσταση πολιτικής παγίωσης και ένα κλίμα υγιούς ευστάθειας στη λειτουργία των θεσμών, ξεπροάλλει, απ΄΄ο το βάθος των πραγμάτων, απο τα υπόγεια της σφαίρας του κοινωνικού, η απειλη και η αταξία. Σαν και αυτήν λ.χ. που προέρχεται απο το ρίζωμα των κοινωνικών “δογμάτων” στην ψυχή και στην καρδιά των λαϊκών τάξεων. Όσο μαλιστα η πολιτική ειρήνευση μιας κοινωνίας συντελείται με κακούς όρους – διαφθοράς, ανικανότητας και επιπόλαιης αυταρέσκειας των κυβερνώντων και των ηγέτιδων τάξεων- τόσο αυξάνει και ο κίνδυνος της υποτροπής των πολιτικών σε κοινωνικα πάθη.

Αν... αναγνωρίζεται η αλλαγή του κώδικα που διέπει το συλλογικό πάθος, η στροφή από τις πολιτικές στις κοινωνικές επαναστάσεις και από τα ρήγματα επιφάνειας στις ανατροπές βάθους και ουσίας, παράλληλα εντοπίζεται κάτι αληθινά παράδοξο: μια ενίσχυση των κοινωνικών αναστατώσεων, η οποία όμως αφορά έναν νέο τύπο συλλογικής αφύπνισης, ένα είδος δηλαδή συλλογικής ενέργειας που λειτουργεί περισσότερο ως αντανάκλαση μιας κοινωνιολογικής και εξελικτικής αναγκαιότητας ή ως συμπύκνωση ενός μιμητικού τελετουργικού - μου φαινόταν πάντοτε ότι ασχολούμαστε με το να παίζουμε τη Γαλλική Επανάσταση παρά με το να τη συνεχίζουμε (Τοκβίλ για την εξέγερση του 1848). Ο Τοκβίλ λέει ουσιαστικά το εξής: ναι μεν μορφές συλλογικού πάθους θα διατηρούνται ή και θα αποκτήσουν ευρύτερο εκτόπισμα στις μελλοντικές δημοκρατικές κοινωνίες, αλλά θα πρόκειται κατά βάση για διατεταγμένες κοινωνικές κινήσεις από τις οποίες θα έχει κατά κάποιον τρόπο “αφαιρεθεί” τι πρωτογενώς συντακτικό πνεύμα.

Ο Τοκβίλ φαίνεται ... να πιστεύει ότι η κατίσχυση ενός συγκεκριμένου τύποθ κοινωνικής δυναμικής μπορεί να φιλοξενεί και μάλιστα να επιταχύνει το αντίθετό του: την όλο και πιο έντονη αδυναμία των υποκειμένων να μετασχηματίζουν το περιβάλλον τους στη βάση μιας πολιτικής εμπιστοσύνης στη δύναμή τους. Έτσι, η ανάδυση του “κοινωνικού” ως νέου προνομιακού πεδίου για την επένδυση συλλογικών και ιδιωτικών παθών δεν ισοδυναμεί με τη χειραφέτηση μιας αντίστοιχης πολιτικής υποκειμενικότητας, μιας νέας φανέρωσης του λαού. Η απελευθέρωση των ιδιαίτερων στοιχείων της κοινωνίας μπορεί αντίθετα να συνδυάζεται με τη μεγάλη ασθένεια των μοντέρνων καιρών: την έντονη παρακμή των δημόσιων αρετών. Μπορεί ... να γίνει το πεδίο υποκατάστασης του λαού – ως πολιτικής υποκειμενικότητας – από την κοινή γνώμη.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

τόπο στους νέους νο 3... η εκδίκηση




Η σφαίρα που έφυγε από την κάνη του «εκπροσώπου του κράτους» δεν χτύπησε απευθείας τον Αλέξη. Εξοστρακίστηκε στο εκσυγχρονιστικό όραμα μιας κοινωνίας. Η πολιτική μίας σειράς κυβερνήσεων έπεσε θανάσιμα τραυματισμένη από τη κοινωνική και πολιτική διάλυση. Η ανασυγκρότηση του κράτους πνίγηκε στα διαπλεκόμενα συμφέροντα, στην διάλυση του δημόσιου τομέα, το πλιάτσικο των κερδοσκόπων και την κρατική διαφθορά. Η μεταρρύθμιση σκόνταψε στην εξυπηρέτηση των ημετέρων, την απαξίωση και εμπορευματοποίηση των συλλογικών αγαθών (παιδεία, υγεία). Την ίδια στιγμή, η κοινωνία παρακολουθεί ανήμπορη το άγριο ξύπνημά της από ένα καταναλωτικό λήθαργο μεγαλύτερο από αυτόν κάθε ευρωπαίου εταίρου. Ένα λήθαργο που διέλυσε κάθε έννοια κοινότητας και αλληλεγγύης, αντικαθιστώντας τις με έπιπλα και σκεύη, και που τώρα μετατρέπεται σε καρικατούρα από την κρίση ενός συστήματος που καταβροχθίζει τον εαυτό του.

Μέσα σ’ αυτό το κενό νοήματος, τραγική φιγούρα η νέα γενιά. Η απουσία κάθε προοπτικής αλλαγής την απομακρύνει όχι μόνο από τη πολιτική, αλλά και από κάθε ανάγκη για γνώση και αγώνα, και επομένως από κάθε δυνατότητα να πλάσει τη ζωή της. Το πρόβλημα της υλικής της επιβίωσης είναι μόνο η άκρη μίας πολιτισμικής αβύσσου, ενός κόσμου όπου δεν υπάρχει τίποτα για να αγωνιστείς, κανείς που να σε θεωρεί σύντροφο και να σε αναγνωρίζει ως αυτό που είσαι και μπορείς να γίνεις, ενός κόσμου που αντικαθιστά την ανύπαρκτη κοινότητα με αυτιστικές ομάδες υποκουλτούρας, το νόημα ζωής όχι με τη καριέρα, ούτε καν αυτό, αλλά με μία καταναλωτική υπο – επιβίωση, ένα μειδίαμα «να περνάμε καλά», πνιγμένο στη κατάθλιψη και τις εξαρτήσεις.

Την ίδια στιγμή που η ελληνική νεολαία αποστρέφει αηδιασμένη το βλέμμα της από το καταναλωτικό βόρβορο που η ίδια άφησε τον εαυτό της να κατρακυλήσει, και ενώ αδυνατεί να βρει τις αξίες που θα αποτελέσουν την έξοδο από τη κρίση, η νεολαία των μεταναστών χτυπά με βία τη πόρτα του ναού της «ευημερούσας» κοινωνίας μας που πεισματικά τους αφήνει απέξω. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν σε μία no man’s land μεταξύ της χώρας προέλευσης που τους έδιωξε και υποδοχής που τους διώχνει. Προσπαθούν να συγχωνεύσουν συστήματα αξιών συχνά ασυμβίβαστα. Κινητά και αυτοκίνητα αποτελούν το διαβατήριό τους για τη χώρα της «κοινωνικής ένταξης», το μέσο απόκτησης αξίας σε μία χώρα που αδιαφορεί αν πεθαίνουν στα σύνορα, στα γιαπιά ή στα αστυνομικά τμήματα.

Αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές των τελευταίων γεγονότων. Οι γνωστές θεωρίες περί γνωστών – αγνώστων, προβοκάτσιας ή αναρχικών, αν και ενίοτε ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα, αδυνατούν να αντιληφθούν τί συμβαίνει, και προσπαθούν μάταια να κρυφτούν από τη πραγματικότητα που τις απειλεί. Οι εξεγέρσεις των ημερών έχουν σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά, όποιος και αν δίνει το παράδειγμα. Τα πρόσωπα πίσω από τις κουκούλες αυτή τη φορά είναι παιδικά. Προφανώς και δεν μιλούν για μια ολόκληρη κοινωνία, αλλά είναι αρκετός ο αριθμός και η άρνησή τους για να μας δημιουργούν άσχημα όνειρα. Αποτελούν μόνο την άκρη μιας μεγάλης σειράς άρνησης και οργής που μόνο ένας ανόητος «φιλισταίος» θα μπορούσε να τα προσπεράσει με τη ταμπέλα του κουκουλοφόρου. Αυτή τη φορά η καταδίκη της «βίας» δεν αρκεί για να κοιμίσει τους φόβους μας. Μία γενιά εξεγείρεται εναντίον του ίδιου του εαυτού της.


Η σφαίρα που κτύπησε τον Αλέξη έσπασε το απόστημα ενός πολιτικού πολιτισμού που σάπιζε από την κενότητα, τον κομφορμισμό, τη διαφθορά. Η αστυνομία αποδεικνύεται περίτρανα μία αυταρχική δημόσια υπηρεσία, που όπως πολλές άλλες, νομίζει ότι κυβερνάει τον τόπο, ότι μπορεί να κάνει ότι θέλει χωρίς να τιμωρείται. Και βέβαια, συνδικαλιστές, πολιτικοί και δικαστές φρόντισαν να της μάθουν ότι έχει δίκιο. Όμως όταν ένα σύστημα αποφασίζει να καλύπτει το κάθε σκουπίδι του, ώστε να μην εκτεθεί στο παραμικρό, στο τέλος παρασύρεται στο σύνολό του. Ένας παρανοϊκός μπάτσος ήταν αρκετός να γκρεμίζει από το ήδη σαθρό βάθρο του ένα ολόκληρο πολιτικό οικοδόμημα που παρασιτεί πάνω στη κοινωνία με τη διαφθορά του, τις πελατειακές σχέσεις και την υποταγή σε λίγα παχιά πορτοφόλια. Και ο βασιλιάς πλέον είναι γυμνός. Οι γλάστρες στα κεφάλια των ματ είναι το χώμα που καλύπτει το σύνολο του πολιτικού μας κόσμου, από το δεξιότερο νεοφιλελευθερισμό και συντηρητισμό (!) μέχρι τον αριστερότερο οπορτουνισμό και αερολογία. Το κενό εξουσίας είναι ολοφάνερο. Η κοινωνία έχει απονομιμοποιήσει τους κυβερνήτες της.

Όμως η κοινωνία αδυνατεί να εκφραστεί στις μαζικές κατά τ’ άλλα διαδηλώσεις, με τον ίδιο τρόπο που ασφυκτιά από την υπόλοιπη πολιτική. Είναι πολλαπλάσιος ο κόσμος που φοβήθηκε ή αρνήθηκε να κατέβει στο δρόμο, παρόλο που η καρδιά του ήταν δίπλα στον Αλέξη. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που δυσφορούν με τη κατάσταση αδυνατεί να ακολουθήσει το ατελείωτο ποτάμι βίας που έχει ξεσπάσει. Αντιθέτως, η βία αυτή, που έχει σιωπηρά ενθαρρυνθεί από την αστυνομία και ρητά σχεδόν από την ηγεσία της (βλ δηλώσεις Παυλόπουλου) οδηγεί τους διαδηλωτές όλο και μακρύτερα από τη κοινωνία. Το αίτημα για τάξη και ασφάλεια δεν αποτελεί γέννημα ούτε της κυβέρνησης ούτε των δημοσιογράφων, αλλά των έντρομων πολιτών που νιώθουν να πνίγονται ανάμεσα σε ένα ανίκανο κράτος και ένα «σερνάμενο χάος». Και βέβαια η απομόνωση του κινήματος θα σημάνει όχι μόνο τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο μαζί του όλων αυτών των σημαντικών αιτημάτων που δεν ακούγονται από το θόρυβο των δακρυγόνων και των μολότοφ: τη ριζική αναδιοργάνωση της αστυνομίας, την ανασύσταση και αναζωογόνηση της δημόσιας σφαίρας, την υπεράσπιση των συλλογικών αγαθών και αξιών μίας κοινωνίας, την ενθάρρυνση της δημιουργίας ενός κόσμου για τη νέα γενιά από την ίδια και η θωράκιση του κόσμου αυτού. Η ανάγκη δηλαδή δημιουργίας από την ίδια τη κοινωνία, και όχι η θεσμοθέτηση μέσω κάποιου νόμου, ενός νέου πολιτισμού, μίας νέας πολιτικής της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης, της συλλογικής ζωής, μίας ζωής με και για τους συνανθρώπους μας, και όχι δίπλα στα εμπορεύματά μας. Μιας ζωής συμμετοχής και συλλογικής υπευθυνότητας για αυτό που κάνουμε (είτε μιλάμε για φοιτητές και εργαζόμενους, είτε για δικαστές και αστυνομικούς). Και βέβαια η γέννηση μίας νέας κοινωνικής και πολιτικής ηθικής, αντίθετης στο φιλελεύθερο αγοραίο ατομισμό, αλλά και ξένης με το μηδενισμό.

Η ευκαιρία είναι μπροστά μας. Το σύστημα δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ ακόμη. Η νομιμοποίησή του έχει πάψει. Ο μηδενισμός όμως δεν μπορεί να αντικαταστήσει τίποτα, όσο σάπιο και αν είναι. Ας γεμίσουμε λοιπό το κενό με θετικά νοήματα και αξίες, πριν μας προλάβουν άλλοι.