Το σημερινό πανεπιστήμιο αποτελεί το πεδίο μάχης αντιφατικών πολιτικών και σκοπιμοτήτων. Πέρα από την ίδια του τη φύση ως θεσμού μετάδοσης επιστημονικής κριτικής και συνολικής ή και εξειδικευμένης γνώσης, το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει καταστεί ως και σήμερα εργαλείο τόσο εξυπηρέτησης της κοινωνικής πολιτικής από τη μια, με την ανάγκη μείωσης της ανεργίας των νέων και της ικανοποίησης της ελπίδας κάθε νοικοκυριού για κοινωνική κινητικότητα, όσο και της εξυπηρέτησης των στόχων της εθνικής και περιφερειακής οικονομίας.
Στη σύγχρονη συγκυρία, όπου το ευρωπαϊκό πρόταγμα μιλάει για έναν ενοποιημένο κινητικό ανταγωνιστικό χώρο εκπαίδευσης που θα συμβάλει στην ανάπτυξη του λεγόμενου «συγκριτικού πλεοντεκτήματος» της ΕΕ, της έρευνας δηλαδή και της καινοτομίας, ο βασικός στόχος των ελίτ έχει καταστεί η στενή σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την οικονομία της αγοράς. Πιο συγκεκριμένα, το αντικείμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το αντικείμενο και οι καρποί της έρευνας, καλούνται να διαμορφωθούν με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και συνήθως του πιο βαρέως πυροβολικού της. Έτσι η οικονομία της αγοράς προσπαθεί μέσω των μηχανισμών της να κατευθύνει και να ελέγξει το «αυτόνομο» πανεπιστήμιο, πολλές φορές με τόσο κοντόφθαλμο τρόπο, που αν το σχέδιο της για πριμοδότηση των αντικειμένων με προοπτική κέρδους ήταν απόλυτα επιτυχές, θα οδηγούσε στην δημιουργία ηλιθίων ημιμαθών υπερκαταρτισμένων και υπερεξειδικευμένων επιστημόνων, χωρίς ίχνος ηθικής και κριτικής σκέψης και τελείως αναλώσιμους, καθώς το αντικείμενο της κατάρτισής τους θα παλαιωνόταν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχει αναπτυχθεί εντός του ανταγωνιστικού στη μεταρρύθμιση της αγοράς χώρου, μία κυρίαρχη μάλλον μερίδα η οποία αναφέρεται στην υπεράσπιση της αυτονομίας του πανεπιστημίου, από κάθε είδους έλεγχο και εξαρτήσεις, στη διεκδίκηση της απόλυτης ελευθερίας της μετάδοσης και παραγωγής γνώσης, της έρευνας, της σκέψης κλπ. Αυτή η ρητορική, όχι συμπτωματικά, αναπαράγεται εντός των πανεπιστημιακών, φοιτητικών και καθηγητικών κύκλων και αποτελεί σε ένα βαθμό την αιχμή ενός κινήματος, που προσπαθεί απελπισμένα να υπερασπιστεί τον όποιο δημόσιο χαρακτήρα έχει απομείνει στην ανώτατη εκπαίδευση και να μπλοκάρει την καταιγιστική επέλαση του εμπορεύματος.
Είναι αλήθεια ότι η αυτονόμηση ενός θεσμού μετάδοσης και παραγωγής γνώσης είναι καταρχήν απαραίτητο στοιχείο ώστε η γνώση αυτή να είναι ελεύθερη από επηρεασμούς, η διαδικασία της μετάδοσης και παραγωγής της να καθορίζεται από τους ίδιους τους φορείς της, του επιτρέπει την σύγκρουση ακόμη και με την ίδια την αρχή που το δημιουργεί. Άρα όταν μιλάμε για γνώση, δε μπορεί αυτή παρά να ζει στον οίκο της ελευθερίας. Αυτή όμως η καταρχήν παραδοχή δεν είναι τόσο αυτονόητη, ούτε και τόσο απλή, όπως επίσης δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πανεπιστήμιο είναι και οφείλει να είναι αποκομμένο από την κοινωνία, τους θεσμούς, τις ανάγκες και τους στόχους της. Γιατί αυτό εκτός από λάθος και μη ανταποκρινόμενο στη πραγματικότητα, μπορεί να είναι και επικίνδυνο.
Ό,τι και να θέλει να πιστεύει κανείς το πανεπιστήμιο αυτονόητα συνδέεται με τη κοινωνία. Αποτελεί θεσμό της, επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν σε αυτήν, επηρεάζεται από τις αξίες, την οικονομική κατάσταση, τη πολιτισμική και ταξική σύνθεση μιας κοινωνίας, από την αγορά μιας κοινωνίας.. Δεν μπορεί να είναι απόλυτα αυτόνομο όσο και να το ήθελε. Οπότε η συζήτηση πρέπει να γίνει γύρω από τον τρόπο της αναπόδραστης αυτής σύνδεσης.
Την ίδια στιγμή βέβαια που το πανεπιστήμιο είναι δεμένο με τη κοινωνία, ως ξεχωριστή κοινότητα, προστατευμένη από τη ζούγκλα του γύρω κόσμου μέσα από τα περιθώρια αυτονομίας και συλλογικής ζωής, αποτελούμενο στη πλειοψηφία του από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, παρουσιάζει μία τάση να αυτονομείται στη κρίση των συμφερόντων του σε σχέση με ευρύτερα ή στενότερα κοινωνικά συμφέροντα. Το πανεπιστήμιο έχει τους δικούς του στόχους, το δικό του ευτυχισμένο νησί, τις δικές του κρίσεις, και τα δικά του προνόμια, τα οποία και θα υπερασπιστεί ενίοτε ακόμη και αν αυτά δε λαμβάνουν υπόψη, ή ακόμη και αντιστρατεύονται ένα ευρύτερο καλό. Είναι λογικό οι κυβερνήσεις που θέλουν να χτυπήσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο και να το υποτάξουν στον εκβιασμό της αγοράς να το παρουσιάζουν σαν έναν χώρο ασυδοσίας και προνομίου.
Αν δούμε τώρα με ειλικρίνεια τη πραγματικότητα μπορούμε να συνάγουμε ορισμένα συμπεράσματα. Το πανεπιστήμιο λειτουργεί κάτω από ένα καθεστώς σχετικής ελευθερίας, η οποία και βάλλεται είτε από τις πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων είτε από την επέλαση της αγοράς, είτε και από τα δύο σε ένα. Στη παρούσα βέβαια η κυρίαρχη τάση είναι η δεύτερη. Το πανεπιστήμιο συκοφαντείται και υποβαθμίζεται οικονομικά και θεσμικά, ώστε εκβιαστικά να οδηγηθεί να υιοθετήσει τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς. Η ίδια πολιτική βέβαια εφαρμόζεται και μέσω της θεσμικής μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης. Πάντως η αγορά δεν εισβάλει στα πανεπιστήμια κύρια μέσω της πολιτικής οδού, αλλά μέσω της οικονομικής ισχύος. Έχει τα χρήματα και αποτελεί μία δελεαστική προσφορά σε κάθε παρηκμασμένο μίσθαρνο διανοούμενο και επιστήμονα., όσο και σε ένα παρηκμασμένο και υποχρηματοδοτημένο πανεπιστήμιο. Βρίσκεται εκεί, και δουλεύει υπόγεια πριν από οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Τρέφεται από την υποβάθμιση και την αξιακή παρακμή.
Απέναντι στην επέλαση λοιπόν της αγοράς δεν αρκεί ένας λόγος περί αυτονομίας. Δεν αρκεί ούτε ο λόγος περί αυτονομίας που μιλάει για γενναία κρατική χρηματοδότηση και αυξημένη ανεξαρτησία του πανεπιστημίου. Γιατί και τότε το κράτος αποτελεί τον αποκλειστικό φορέα χρηματοδότησης και ελέγχου, ό,τι και αν θέλουμε να λέμε. Τότε δημιουργείται μία γραφειοκρατία διαχείρισης της κεντρικής χρηματοδότησης, και γύρω από αυτήν το σκοτεινό φάσμα της διαπλοκής και της διαφθοράς, τα οποία, καθώς η πηγή είναι συγκεντρωμένη, είναι δυσκολότερο να ελεγχθούν.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ως αναγκαιότητα αλλά και ως πρόταγμα το πανεπιστήμιο να καταστεί μερικώς κοινωνικά υπόλογο για τη λειτουργία του. Δεν μπορεί το πανεπιστήμιο να διεκδικεί απόλυτη ελευθερία από κάθε έλεγχο και διαβούλευση, και να βασίζεται στη δική του καλή θέληση για εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος. Και αυτό γιατί κάτι τέτοιο όπως δείξαμε είναι και μη ρεαλιστικό, αλλά και γιατί στη παρούσα συγκυρία αφήνει αφύλακτα όλα τα υπόγεια περάσματα στο εμπόρευμα και την οικονομία της αγοράς.
Τί πρέπει τότε να κάνει ένα πανεπιστήμιο; Ένα παράδειγμα ίσως βοηθήσει. Μία ιατρική μπορεί να κληθεί να βρει λύση σε μια ασθένεια που βασανίζει την ανθρωπότητα. Ο τρόπος που η αγορά πιθανόν να προσπαθούσε να λύσει ένα τέτοιο πρόβλημα, σε περίπτωση που υπήρχε προοπτική κέρδους, θα ήταν ακριβώς υποταγμένος στο κριτήριο αυτό. Πιθανώς να έβρισκε ένα φάρμακο που θα είχε κατασταλτικές ιδιότητες και πάντως κάτι που θα απαιτούσε μαζικής έκτασης κατανάλωση. Ταυτόχρονα, για να προστατεύσει τη λύδια λίθο που κατασκεύασε, θα τη προστάτευε με πατέντες και θα την εκμεταλλευόταν αποκλειστικά για κάποιο διάστημα, εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Μία δημόσια όμως διαδικασία έρευνας θα έπρεπε να λειτουργήσει διαφορετικά. Θα έπρεπε ίσως να στόχευε στη πρόληψη της ασθένειας, με τη λιγότερη δυνατή φαρμακευτική περίθαλψη, θα εξέταζε τρόπους να καταστεί η θεραπεία ευρέως προσιτή, ανοιχτή σε όλους κλπ. Προφανώς όμως θα έπρεπε να ασχοληθεί με το πρόβλημα και να μην αγνοήσει τη κοινωνική της ευθύνη. Βεβαίως και αυτή η διαδικασία δεν θα ήταν απόλυτα ελεύθερη από τις διαδικασίες αγοράς, εκτός αν αναλάμβανε το ίδιο το πανεπιστήμιο ή το κράτος τη μαζική παραγωγή και διανομή του φαρμάκου. Πάντως υπάρχει τεράστια διαφορά να περιορίζεις την αγορά στη διακίνηση του προϊόντος και να κρατάς αυτό προσιτό σε ευρεία στρώματα, από το να υποτάξεις κάθε ερευνητική διαδικασία αλλά και τη διαδικασία παραγωγής και διανομής των καρπών της από την κανιβαλική οικονομία της αγοράς.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα πανεπιστήμιο μερικά κοινωνικά υπόλογο. Απαιτείται να θεσμισθούν διαδικασίες διαλόγου και κανάλια επικοινωνίας με τους δημόσιους και κοινωνικούς θεσμούς. Να έχει τη διαδικασία το πανεπιστήμιο μέσα από την οποία να αφουγκράζεται τη κοινωνία και η κοινωνία να μπορεί να του θέσει τα ζητήματά της. Απαιτείται η θέσπιση μίας μορφής κοινωνικής αξιολόγησης, ώστε η κοινωνία να είναι σε θέση να κρίνει τη λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών της, να επισημάνει τα προβλήματα και πιθανές λύσεις. Σαφώς και η αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι μόνο εσωτερική. Πρέπει να είναι κοινωνική, δηλαδή δημοκρατική, συλλογική, διαφανής και προσανατολισμένη στην επίλυση των προβλημάτων ιδιαίτερα των πιο αδύναμων και αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων. Όλα αυτά μαζί με γενναία χρηματοδότηση και θεσμική εξασφάλιση της μερικής αυτονομίας του πανεπιστημίου, ώστε να μπορεί και αυτό, σε κάποια πλαίσια, να δομήσει τις δικές του διαδικασίες και στόχους, να θέσει τις δικές του προτεραιότητες, να αντιπαρατεθεί με την εξουσία ή και τη κοινωνία. Την ίδια στιγμή πρέπει να μείνει ανοιχτό στη κοινωνία και να μη καταστεί χώρος των ελίτ. Άρα και για το λόγο αυτό πρέπει η πανεπιστημιακή παιδεία να παραμείνει ελεύθερη και δωρεάν.
Έτσι πρέπει να λειτουργεί το πανεπιστήμιο. Να διαμορφώνει το αντικείμενο, τη διαδικασία και να διαθέτει τους καρπούς της λειτουργίας του σε ελεύθερες συνθήκες και σε διάλογο με τις κοινωνικές δυνάμεις, με ανοιχτές, δημοκρατικές και διαφανείς διαδικασίες και με αίσθηση κοινωνικής υπευθυνότητας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου