- Είδα πρόσφατα τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας! Υπέροχο! Είμαι ερωτευμένη με τον Τσε! Ταξιδευτής και επαναστάτης! τί τέλειο...
το γέλιο τους απλώνονταν στο μικρό διαμέρισμα. Η ανάσα τους μύριζε ελαφρά κρασί. Ανέμελα, δυνατά, γεμάτα αίμα. Μόλις πέρασαν στην Θεσσαλονίκη για σπουδές. Το βλέμμα τους δε χόρταινε να γυρίζει, να ρουφάει, μία ατέλειωτη και διάχυτη λαχτάρα να «ζήσουν τη ζωή».
- Πόσο θα ήθελα και γω να γυρίσω τον κόσμο, να εγκατασταθώ κάπου μακρυά, στη Ν. Υόρκη, στο Βερολίνο, στη Κίνα, να γνωρίσω τα πάντα...
είπε ο ίδιος φοιτητής πολιτικών επιστημών που πριν από λίγο δήλωνε ενθουσιώδης πως θα ήθελε να γίνει επανάσταση στην Ελλάδα, γιατί η κατάστασή της πολύ τον πληγώνει. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά γλυκοκοίταζαν προς τα αριστερά. Φέτος τους συναντούσες σε κάθε πάρτυ και εκδήλωση των «χώρων», σε κάθε πορεία.
Έτσι κάπως τους γνώρισε. Σε μια συναυλία στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν στη διοργάνωση, πτώμα, ανυπομονούσε να τελειώσει η όλη φάση και να πάει για ύπνο. Αυτοί τρισευτυχισμένοι. Τον πλησίασαν με δέος, τον ρώτησαν για τους διοργανωτές. «Καλή φάση» του είπαν, «να κάνετε και άλλα τέτοια». Εντυπωσιάστηκαν από τις γνώσεις του για «το χώρο», ποιος είναι ποιος, ποιοι κάναν τη κατάληψη στο παλιό εργοστάσιο, τί έγινε σε εκείνη τη πορεία, γιατί αυτοί δεν μιλούν με τους άλλους. Ειδικά τα κορίτσια τον κοιτούσαν με βλέμμα λαμπερό από ενθουσιασμό. Κολακεύτηκε, άρχισε της αναλύσεις, σχεδόν κόμπαζε, και απαντούσε στις εκδηλώσεις θαυμασμού τους λέγοντας «σιγά το πράμα». Και όντως, σιγά το πράμα. Όποιος τριγυρνούσε λίγο καιρό στα στέκια μάθαινε όλα τα κουτσομπολιά. Δεν ήταν δα και τόσο πολλά. Αλλά ταυτόχρονα φούσκωνε από περηφάνια... έτσι δέχτηκε τη πρόσκλησή τους για το πάρτυ.
Ήξερε ότι θα το μετανιώσει. Τί δουλειά είχε εκεί πέρα; αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, σηκώθηκε και πήγε. Απέρριψε μάλιστα και μία πρόταση παλιού του φίλου. Άρπαξε μια μπουκάλα φτηνό κρασί και τράβηξε για το φοιτητικό σπίτι. Το γνώρισε αμέσως: φώτα και παράθυρα ανοικτά, και από μέσα ακουγόταν δυνατά το «should i stay or should i go» των Clash. Χαμογέλασε. Άραγε να ήταν σύμπτωση; Νευρικά χτύπησε το κουδούνι.
Το πάρτυ δεν ήταν και τόσο άσχημο, τα παιδιά τουλάχιστον περνούσαν πολύ ωραία. Κάθισε δίπλα στη βιβλιοθήκη, έκανε πως χάζευε τα βιβλία. Σιγά σιγά έγινε ένα με το πηγαδάκι που σχηματίστηκε στο πάτωμα του σαλονιού. Το κρασί έφερνε βόλτες. Κουβέντιαζαν για τα πάντα. Για την επανάσταση, τα στέκια της πόλης, τις σπουδές τους, τα όνειρά τους. Έτσι έφτασε η κουβέντα και στον Τσε, αλλά και σε άλλα είδωλα...
- «Ναι αλλά από αυτούς που ξέρετε προσωπικά ποιον θαυμάζετε; ποιου τη ζωή ζηλεύετε»; ρώτησε μία 2οετής φοιτήτρια αρχιτεκτονικής; «Εγώ για παράδειγμα γνώρισα ένα παιδί που είναι στο 7ο έτος, ο οποίος γύρισε όλη την Κίνα μόνος του, γνώρισε κάθε είδους κόσμο, κοιμήθηκε στην ύπαιθρο. Μια φορά μάλιστα του επιτέθηκαν για να τον ληστέψουν, αλλά τελικά κατάφερε και ολοκλήρωσε το ταξίδι του χωρίς πρόβλημα. Κράτησε για έξι μήνες. Τώρα θέλει να πάει λέει περπατώντας μέχρι την Ιερουσαλήμ!»
Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο που έλαμπε προσπαθώντας να κρύψει ένα μειδίαμα που διαγράφονταν στο πρόσωπό του. Όχι ότι δεν του άρεσαν τα πεπραγμένα του πολυτεχνίτη. Άλλωστε είχε και αυτός το μερίδιο του από περιπέτεια. Ένα καλοκαίρι γύρισε με οτοστοπ την Ευρώπη. Τί ταξίδι... για μια στιγμή αναπόλησε, αμέσως όμως το μειδίαμά του νίκησε: τώρα ήταν η ευκαιρία του να εντυπωσιάσει μια και καλή, να κάνει πάταγο. Αλλά κάτι μέσα του δεν έστεκε καλά, κοντοστάθηκε, κοίταξε προβληματισμένος, και τότε ένα νέο μειδίαμα ξεπήδησε στο πρόσωπό του, ένα μειδίαμα διαφορετικό, λίγο ειρωνικό, λίγο πικρό.
- «Εσύ δηλαδή ποιον θαυμάζεις;» ρώτησε η αρχιτεκτόνισα. Γαμώτο με είδαν, δαγκώθηκε αυτός.
- «Ναι εσύ ποιον θαυμάζεις; εγώ δε μπορώ να σκεφτώ κανέναν από γνωστούς και φίλους, μπορείτε εσείς;», είπε μία 1οετής φοιτήτρια νομικής, που τον κοίταζε επίμονα από το προηγούμενο βράδυ.
Σιωπή έπεσε στη παρέα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, κοίταξε το πάτωμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και μίλησε:
- «Τη γιαγιά μου».
Γέλιο ξέσπασε στο δωμάτιο. Δεν ήταν αστείο, αλλά το κρασί είχε κάνει τη δουλειά του. Αυτός χαμογέλασε μαζί με τους υπόλοιπους.
- «Γιατί τη γιαγιά σου;» ρώτησε επίμονα η ίδια φοιτήτρια νομικής, η οποία δεν είχε γελάσει καθόλου, μόνο τον κοίταζε απορώντας.
Παγιδεύτηκε, δαγκώθηκε, δεν περίμενε να δοθεί συνέχεια. Αλλά αφού το ξεκίνησε, έπρεπε να το τελειώσει:
- «Γιατί γεννήθηκε σε αγροτικό προσφυγοχώρι της Θράκης, από μάνα που μόλις ήρθε από τη Τουρκία. Ο μπαμπάς της πέθανε όταν ήταν μικρή. Δούλεψε τη γη για όλη της τη ζωή. Γέννησε 5 παιδιά, έχασε το ένα, σπούδασε κάποια από αυτά, και επέμεινε να σπουδάσουν όταν ο άνδρας της έλεγε ότι δεν έφταναν τα λεφτά, που όντως δεν έφταναν. Στα 65 της χρόνια, ο άνδρας της έπαθε εγκεφαλικό και τον φρόντιζε στο κρεβάτι για 10 χρόνια μέχρι αυτός τελικά να φύγει. Της έβγαλε το λάδι. Τον έκλαψε όμως πραγματικά. Αυτή τη γυναίκα θαυμάζω πιο πολύ. Ποτέ δε ξεχνά ούτε τη γιορτή, ούτε τα γενέθλιά μας η γιαγιά. Αν φεύγουμε ταξίδι πάντα παίρνει να ρωτήσει αν φτάσαμε καλά.Και όποτε τη συναντώ καθόμαστε και λέμε ιστορίες απ' τα παλιά, και για το πώς πέρασαν τα χρόνια, και πώς οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν».
Μια βαθιά βουβαμάρα έπεσε στο δωμάτιο. Ακόμη και το cd που έπαιζε είχε τελειώσει.Όσο μιλούσε, το γέλιο που είχε αρχικά προκαλέσει μετατράπηκε αργά σε προσήλωση, και τελικά τα χείλια δαγκώθηκαν. όλοι κοιτούσαν αλλού, μόνο η νομικάρια τον κοιτούσε επίμονα, διερευνητικά, σχεδόν θυμωμένα.
- «Γεια μας» είπε τότε, και άξαφνα, λυτρωτικά, τα ποτήρια σηκώθηκαν, και η φασαρία ξανάρχισε. Τώρα ακουγόταν σ' όλη τη γειτονιά το τραγούδι των Ten Years After: I'd love to change the world, but i don't know what to do... so i'll leave it up to you...