Πώς βλέπουν οι Γερμανοί ιθύνοντες το πρόβλημα των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης; Είναι η αργή αντίδραση της Ευρώπης στη κρίση ολιγωρία ή σχεδιασμός; Ποια η λειτουργία του νέου μηχανισμού σταθερότητας; Υπάρχει ανάγκη για κούρεμα χρέους της Ελλάδας;
Φως στα ερωτήματα αυτά ίσως ρίχνει η σχετική γνωμοδότηση του Καθηγητή Clemens Fuest του Κέντρου για τη Φορολόγηση των Επιχειρήσεων του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η γνωμοδότηση αυτή δόθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην Επιτροπή Προϋπολογισμού του Γερμανικού Κοινοβουλίου κατά τη συζήτηση για το σχέδιο νόμου που αφορά την ανάληψη εγγυήσεων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας και την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου στα πλαίσια μελλοντικών ευρωπαϊκών μέτρων σταθερότητας.
Σε αντίθεση με τη κυρίαρχη κριτική που ασκήθηκε στην ΕΕ για ολιγωρία στη περίπτωση της Ελλάδας, η εν λόγω γνωμοδότηση κρίνει ότι οι αντιδράσεις των αγορών απέναντι σε υπερχρεωμένα κράτη έχουν ένα κατ' αρχήν θετικό αποτέλεσμα, καθώς αποτελούν μία προειδοποίηση και ένα κίνητρο για αλλαγές. Η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού για τα κράτη ανάγκασε τα τελευταία να προβούν ταχύτατα σε σκληρές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες αρνούνταν να υλοποιήσουν για πολλά χρόνια, παρά τις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας. Αυτή η λειτουργία κρίνεται ως θετική και δεν είναι επιθυμητή η ανάσχεσή της. Για το λόγο αυτό κρίνεται και ως βιαστική από μεριάς Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η τακτική να αγοράσει κρατικά ομόλογα από υπερχρεωμένες Χώρες. Η τακτική αυτή της ΕΚΤ είχε κατά την γνωμοδότηση μόνο προσωρινά αποτελέσματα και τελικά δεν εμπόδισε τη ραγδαία άνοδο των επιτοκίων, ενώ επέφερε και τεράστιες χρηματικές απώλειες για την ίδια.
Κατά την άποψη του συντάκτη της γνωμοδότησης προβληματική γίνεται η κατάσταση μόνο σε περίπτωση που δημιουργείται πανικός στις χρηματαγορές, με μαζική απώλεια εμπιστοσύνης των δανειστών, οπότε η κατάσταση μπορεί να ξεφύγει εκτός ελέγχου και να οδηγηθεί σε μαζικά ξεπουλήματα ομολόγων. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη ρευστότητας για κράτη ή και για τράπεζες, ενώ σε δεύτερο στάδιο υπάρχει ο κίνδυνος η κρίση να εξαπλωθεί. Για τις επικίνδυνες αυτές περιπτώσεις χρησιμεύει ένας μηχανισμός σταθερότητας, ο οποίος θα είναι σε θέση να επιλύσει προσωρινά τα προβλήματα ρευστότητας κρατών και τραπεζών, ώσπου να ληφθούν τα απαιτούμενα μέτρα και να αποκατασταθεί η αξιοπιστία τους. Ο μηχανισμός όμως αυτός δεν πρέπει να επεμβαίνει πρόωρα και να εμποδίζει την πίεση που δημιουργείται από τις αγορές για μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική σταθερότητα. Επιπλέον, οι ενισχύσεις που θα δίνονται θα έχουν ως προϋπόθεση την υλοποίηση μίας ανάλογης πολιτικής δημοσιονομικής σταθεροποίησης και επομένως και έναν – παροδικό κατά τον συντάκτη – περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας του υπερχρεωμένου κράτους. Με τον τρόπο αυτό δεν θα λειτουργούν οι ενισχύσεις καθησυχαστικά για τα “προβληματικά” κράτη. Αντίθετα σκοπός τους είναι να καθησυχάσουν τις αγορές, ώστε αυτές να μην οδηγηθούν σε πανικό με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί η κρίση και σε άλλες χώρες με αντίστοιχο πρόβλημα.
Σκοπός λοιπόν ενός μηχανισμού σταθερότητας είναι να αντιμετωπίσει τα προσωρινά προβλήματα ρευστότητας και να αποτρέψει την εξάπλωση της κρίσης αγοράζοντας ομόλογα υπερχρεωμένων κρατών από ιδιώτες και παρέχοντας δάνεια σε κράτη. Ο μηχανισμός σταθερότητας κρίνεται όμως ως ανεπαρκής σε περιπτώσεις χωρών που – όπως η Ελλάδα – αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερχρέωσης. Ένα τέτοιο πρόβλημα δεν λύνεται κατά παραδοχή του συντάκτη ούτε με νέα δάνεια, αλλά ούτε και με δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις. Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές δυνατότητες:
α) άμεσο και οργανωμένο κούρεμα χρέους μεγάλης έκτασης
β) μελλοντικό κούρεμα χρέους ακόμη μεγαλύτερης έκτασης
γ) μία σειρά μικρότερων κουρεμάτων, όπως ήδη συμβαίνει με τη μείωση των τόκων και τη προβλεπόμενη συμμετοχή ιδιωτών
δ) ανάληψη του χρέους από τα άλλα κράτη – μέλη
Το τελευταίο σενάριο κρίνεται ως το δυσμενέστερο, αλλά όχι ως απίθανο, σε περίπτωση που ο μηχανισμός σταθερότητας δεν καταφέρει να καθησυχάσει τους δανειστές. Ακριβώς για το λόγο αυτό εντάσσεται στις λειτουργίες του μηχανισμού η αποτροπή του πανικού και της εξάπλωσης της κρίσης ιδιαίτερα σε μία περίπτωση κουρέματος χρέους (οργανωμένης χρεωκοπίας, όπως την ονομάζει).
Τα παραπάνω δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο μηχανισμός σταθερότητας καμία σχέση δεν έχει με αλληλεγγύη των κρατών μελών σε στιγμές κρίσης. Οι αρνητικές συνέπειες της κρίσης δανεισμού, για τα κράτη αλλά και για τις ζωές των ανθρώπων, θεωρούνται αναγκαίο επακόλουθο μίας βίαιης προσαρμογής, η οποία κρίνεται ως ευεργετική. Καμία σκέψη δεν γίνεται για προστασία της κοινωνίας από τις βίαιες αναταραχές της οικονομίας. Μοναδικός σκοπός του μηχανισμού σταθερότητας φαίνεται να είναι το να καθησυχάσει τους δανειστές και να αποτρέψει την εξάπλωση της έλλειψης ρευστότητας. Ταυτόχρονα δεν τίθεται καν σε συζήτηση το ποιο είναι το είδος των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για τα κράτη. Υπό τον αόριστο τίτλο των μέτρων σταθερότητας και εξυγίανσης συσκοτίζεται ολόκληρη η πολιτική συζήτηση περί των απαιτούμενων μέτρων. Το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά όχι μόνο προκαλούν ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα, αλλά και αποτυγχάνουν, καθώς βυθίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομία στη παρακμή και την ύφεση και διαλύουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, δεν φαίνεται να προβληματίζει. Η παρούσα πολιτική λιτότητας που βίαια εφαρμόζεται στην Ελλάδα παρουσιάζεται ως μονόδρομος. Το ίδιο και ο (προσωρινός κατά τον συντάκτη) περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας από ένα όργανο (το μηχανισμό σταθερότητας), το οποίο δεν έχει καμία πολιτική νομιμοποίηση. Το όργανο αυτό, που καλείται να αποφασίσει την εφαρμογή πολιτικών με σοβαρότατες συνέπειες για τις ζωές εκατομμυρίων δεν είναι καν ένα πολιτικό όργανο, έστω και με μία έμμεση νομιμοποίηση όπως αυτή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά ένα κονκλάβιο τεχνοκρατών που αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών για τις μοίρες ολόκληρων λαών. Η μετέπειτα ψήφιση από τα εθνικά Κοινοβούλια των «προτεινόμενων» αυτών μέτρων – ενόψει του οικονομικού εκβιασμού που ασκείται – καθόλου δεν αναπληρώνει το κενό της νομιμοποίησης, παρά μόνο υποβαθμίζει και γελοιοποιεί τον ρόλο των δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού και της δημοκρατικής εκπροσώπησης γενικά. Η δημοκρατία σταματά εκεί που ξεκινούν οι επιταγές των αγορών...