Η ώρα είναι τρεις το βράδυ... ένα δροσερό αεράκι μόλις άρχισε να δροσίζει τη πόλη, μετά από μια μέρα εξουθενωτικού καύσωνα. Η πόλη κοιμάται ήσυχη, χωρίς τύψεις, κάτω από το νανούρισμα των air - conditioners...
Ξαφνικά, αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ, στα μυαλά όλων μας, να συμβεί, έγινε πραγματικότητα. Δε ξέρω ποια ήταν η αφορμή. Ίσως κάποιο καλώδιο να παρέδωσε το πνεύμα του, αρνούμενο να εξυπηρετεί πια τους ανθρώπους, ίσως κάποιος διακόπτης. Αλλά ο λόγος μου είναι ξεκάθαρος. Το ρεύμα έπεσε! Black Out! Όλα όσα μας υποσχέθηκε η κυβέρνηση κατέρρευσαν μαζί με το δίκτυο ηλεκτρισμού.
Οι συναγερμοί ούρλιαζαν από το πανικό. Σκοτάδι παντού. Σιγά σιγά, τα παντζούρια άνοιγαν, και άπορημένοι οι θεσσαλονικείς βγαίναν στα μπαλκόνια τους με φακούς. Αυτή η γειτονιά ποτέ άλλοτε δεν είχε συναντηθεί με πιο όμορφο τρόπο, πριν από αυτό το σχεδόν δροσερό ξημέρωμα. Κάποιοι κοιτιόνταν μεταξύ τους μέσα στο σκοτάδι. Κάποιοι προσπαθούσαν ακόμη να σίγάσουν τις σειρήνες που προστάτευαν ως τώρα την ιδιοκτησία τους. Για μια στιγμή, το καλοοργανωμένο χάος της μητρόπολης πνίγηκε σ'ένα γαλήνιο πηχτό σκοτάδι.
Ήταν υπέροχη η πόλη, μέσα σ' αυτές τις στιγμές της αμηχανίας της. Αυτή η στιγμιαία κατάρρευση του πολιτισμού των air - conditioners, των συναγερμών, των ψυγείων και των τεσσάρων τοίχων που μας κρατούν απομονωμένους σε ασφάλεια. Η στιγμιαία έκπληξη, το σταμάτημα της συνήθους ροής, που ακόμη και ετούτο το χάραμα συνεχιζόταν ακάθεκτη. Για μια στιγμή, ένα αεράκι σήκωσε τη φούστα, αποκαλύπτοντας τις αδύνατες γάμπες της πόλης.
Αλοίμονο όμως. Σε λιγότερο από μισή ώρα όλα μπήκαν σε τάξη. Το ρεύμα ξαναγύρισε. Οι δρόμοι φωτίστηκαν, οι συναγερμοί σίγασαν καθυσηχασμένοι, και τα air - conditioners συνέχισαν ιδρωμένα να δουλέυουν. Έτσι και οι θεσσαλονικείς, αφού κοιτάχθηκαν με ένα βλέμμα αινιγματικό, ίσως και να σήμαινε και "χάρηκα για τη γνωριμία", κατέβασαν τα παντζούρια, άνοιξαν τις τηλεοράσεις, και αποκοιμήθηκαν ξανά, μέσα στη δροσιά της νύχτας που τελείωνε, στην απρόθυμη αναμονή μιας καυτής μέρας που ερχόταν... γεμάτη νέα αναπάντεχα...