Κάθε τόσο ανοίγει η συζήτηση για το θέμα
της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα
σχολεία, και κάθε φορά μένει κανείς με
την αίσθηση ότι η συζήτηση δεν έχει
προχωρήσει ούτε ένα βήμα παραπέρα. Αυτό
δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς η συζήτηση
έχει τεθεί εξ αρχής σε λάθος θεμέλια
και για αυτό βγάζει λάθος συμπεράσματα,
όταν κάνει τον κόπο να τα βγάλει. Και
αυτό γιατί εν τέλει η συζήτηση για τα
θρησκευτικά αποτελεί μέρος μίας ασίγαστης
και ασυμφιλίωτης διαμάχης ενός στείρου
δογματισμού και ενός ανώριμου
φιλελευθερισμού.
Το λάθος στο ίδιο το ερώτημα ξεκινάει
προφανώς από το θεμελιώδες λάθος στον
διακηρυγμένο στόχο των θρησκευτικών
στα σχολεία: τη διάπλαση καλών χριστιανών.
Δεδομένου αυτού, είναι απόλυτα φυσιολογικό
να γεννηθεί ο αντίλογος που λέει: «δεν
είμαι χριστιανός, άρα δεν έχω καμία
σχέση με τα θρησκευτικά». Και βέβαια η
Εκκλησία δεν δύναται να απαντήσει σε
αυτό το επιχείρημα, όπως εν τέλει και
το ίδιο το κράτος. Ακόμη παραπέρα, αν
ακολουθήσουμε με συνέπεια την άποψη
αυτή, εύκολα θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε
και στη θέση να καταργηθούν τελείως τα
θρησκευτικά από τα σχολεία, καθώς δεν
είναι δουλειά της εκπαίδευσης η διάπλαση
καλών χριστιανών. Και μπορεί μεν να
υπάρχει το επιχείρημα του Συντάγματος
και της στενής σχέσης της Ελλάδας με
την Ορθοδοξία, αλλά με τον τρόπο που
έχει ξεκινήσει η συζήτηση το επιχείρημα
αυτό δεν μπορεί να πείσει ότι πρέπει εν
τέλει να επιβαρύνονται τα παιδιά με ένα
επιπλέον μάθημα, και μάλιστα τέτοιου
τύπου. Συν τοις άλλοις συχνά έρχεται ως
απάντηση ο ισχυρισμός ότι αυτή η στενή
σχέση ανήκει στο παρελθόν και πλήθος
Ελλήνων είτε ανήκουν σε άλλη θρησκεία
είτε δεν θρησκεύονται καθόλου. Τέλος
το στοίχημα της ενσωμάτωσης μεταναστευτικών
πληθυσμών και του ανοίγματος της
ελληνικής ταυτότητας στριμώχνει ακόμη
περισσότερο τον ρόλο των θρησκευτικών
στα σχολεία όπως τον αντιλαμβανόμαστε
σήμερα.
Για να υπερβούμε το πρόβλημα αυτό χωρίς
να πετάξουμε το μωρό μαζί με τα απόνερα,
πρέπει να επανεξετάσουμε τη ρίζα του
προβλήματος, τη φύση δηλαδή των
θρησκευτικών αλλά και τον ίδιο το ρόλο
μιας θρησκείας στη κοινωνία. Αν αφήσουμε
κατά μέρος αυτό καθ' αυτό το θέμα της
πίστης – θέμα δύσκολο που μπορεί μόνο
ο καθένας για τον εαυτό του να απαντήσει
– θα πρέπει να δούμε τη θρησκεία πρώτιστα
ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και κυρίως
ως μία κοσμοαντίληψη, την απόπειρα μίας
κοινωνίας να ερμηνεύσει τον κόσμο, το
μυστήριο της ύπαρξης, το τυχόν νόημα
της ζωής και να θέσει κατευθυντήριες
γραμμές στην ατομική και συλλογική
ηθική. Όποιος βιαστεί να απαντήσει ότι
αυτό είναι δουλειά της επιστήμης και
όχι της θρησκείας, τότε θα έπρεπε να
γνωρίσει λίγο καλύτερα την επιστήμη. Η
σύγχρονη επιστήμη έχει πλήρη συνείδηση
της ανεπάρκειάς της να δώσει τελεσίδικες
απαντήσεις όχι μόνο σε μεταφυσικά, αλλά
εν τέλει και σε αυτά τα «φυσικά» ερωτήματα.
Επιπλέον, οφείλουμε επιτέλους να
αναγνωρίσουμε ότι θρησκεία και φιλοσοφία
δεν αποτελούν δύο πλήρως διακριτά πεδία,
αλλά συχνά καλούνται να δώσουν απαντήσεις
στα ίδια ερωτήματα. Πολλοί από τους
μεγαλύτερους φιλοσόφους περιστρέφονταν
στις αναζητήσεις τους γύρω από το ερώτημα
του Θεού και της ύπαρξης νοήματος πέρα
από τον αισθητό κόσμο. Η φιλοσοφία πάντα
αντλούσε από τα θεολογικά ερωτήματα,
όπως και τα θεολογικά ερωτήματα βασίστηκαν
και εξέλιξαν τη φιλοσοφία. Ο δυτικός
χριστιανισμός πάτησε πάνω στον Αριστοτέλη.
Αλλά και ο Αυγουστίνος με τη σειρά του
διαμόρφωσε τη δυτική σκέψη. Τέλος,
σύγχρονοι φιλόσοφοι όπως ο Σπινόζα ή ο
Χέγκελ ήρθαν σε διάλογο με «θεολογικά
ερωτήματα».
Αυτή η σύντομη και αδέξια αναδρομή
προσπαθεί να κάνει σαφές ότι η θρησκεία
δεν αποτελεί μία διαχωρισμένη και ιδιωτική σφαίρα
της ζωής, αλλά ένα αναπόσπαστο κομμάτι
του πώς σκεφτόμαστε για τον κόσμο. Η
θρησκεία και τα διδάγματά της, οι μεγάλοι
στοχαστές της, τα «ιερά κείμενα» είναι
σάρκα εκ της σαρκός της πνευματικής μας
κληρονομιάς και της σκέψης μας και για
το λόγο αυτό είναι σημαντικό να αποτελούν
μέρος της εκπαίδευσής μας.
Αυτό βέβαια δεν θα γίνει με την μορφή
μίας δήθεν ουδέτερης θρησκειολογίας.
Όπως καθίσταται σαφές από τα παραπάνω,
η επιλογή θρησκείας δεν προσομοιάζει
με ένα σούπερ μάρκετ όπου διαλέγουμε
το προϊόν που μας ταιριάζει. Προφανώς
ο καθένας είναι και πρέπει να είναι
ελεύθερος να διαλέγει τί και εάν πιστεύει.
Όμως η κάθε κοινωνία έχει ιστορικά
εξελιχθεί και διέπεται ως σήμερα από
εν μέρει διαφορετικές αρχές. Έτσι και
σε κάθε κοινωνία ήταν διαφορετική η
επιρροή της θρησκείας. Είναι σαφές ότι
η ελληνική κοσμοαντίληψη βρίσκεται
πολύ μακριά από τον βουδισμό, πολύ κοντά
στον ορθόδοξο χριστιανισμό (αλλά και ο
τελευταίος βρίσκεται κοντά στην αρχαία
και νεότερη ελληνική σκέψη) και
δευτερευόντως στο δυτικό χριστιανισμό
ή και στο ισλάμ, ο ρόλος του οποίου ήταν
πάντα κομβικός στην περιοχή. Η διδασκαλία
λοιπόν των θρησκευτικών διδαγμάτων
πρέπει να γίνεται σε μια αναλογία που
ανταποκρίνεται στην επιρροή που αυτά
είχαν και έχουν στη διαμόρφωση της κάθε
κοινωνίας. Και πάλι, όχι ως δήθεν ουδέτερη
παρουσίαση προς επιλογή της καλύτερης
για το άτομο θρησκείας, αλλά ως ουσιαστική
γνωριμία με τα διδάγματα κυρίως αυτών
των δογμάτων, στα οποία βρισκόμαστε
εγγύτερα.
Και τέλος πρέπει βέβαια να πάψει να
προσπαθεί το μάθημα των θρησκευτικών
να επιβάλει νόρμες πίστης και συμπεριφοράς
στους μαθητές. Προφανώς και είναι δουλειά
του σχολείου η συν-διαμόρφωση της σκέψης
και του χαρακτήρα των μαθητών. Αυτό όμως
οφείλει να γίνεται με τρόπο κριτικό, να
συμβάλει στην ουσιαστική γνωριμία με
τις ιδέες που διαμόρφωσαν την κοινωνία
μας και ταυτόχρονα να αφήνει ελεύθερο
χώρο στην άσκηση κριτικής, την αμφισβήτηση
ακόμη και την ανατροπή τους. Χωρίς
ουσιαστική γνωριμία με τη θρησκεία, τη
φιλοσοφία, τα μαθηματικά, δεν υπάρχει
προοπτική ούτε διαμόρφωσης σκέψης και
συνείδησης αλλά ούτε και εξέλιξης αυτών.
Ζωή σημαίνει γνώση, και αλλαγή.