Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Για την οικονομία της αγοράς





αποσπάσματα από τη περίληψη μου του βιβλίου του Karl Polanyi "Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός", βιβλίο που γράφτηκε για την οικονομία της αγοράς μετά τη κατάρρευσή της και τον Β' ΠΠ, αλλά τόσο επίκαιρο...


Οικονομία της αγοράς είναι το σύστημα αυτό, όπου η αξία των προϊόντων αλλά και των στοιχείων της παραγωγής ρυθμίζεται από την αγορά. Πέρα από τα προϊόντα και τα αγαθά που συνήθως διακινούνται στην αγορά, και αυτή η ανθρώπινη εργασία, η γη αλλά και η αξία του νομίσματος καθίστανται εμπορεύσιμα στοιχεία, η τιμή των οποίων καθορίζεται από τους κανόνες της αγοράς, της ζήτησης και της προσφοράς σε έναν κόσμο ελεύθερα συναλλασσόμενων ατόμων. Το σύστημα αυτό είναι αυτορυθμιζόμενο, καθώς ορίζει μόνο του, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις, την αξία των στοιχείων του. Η εδραίωση ενός τέτοιου μηχανισμού βασίστηκε στην ακλόνητη πίστη ότι ο άνθρωπος δρα με βάση το ατομικό του συμφέρον και με ορθολογικό τρόπο, ελαχιστοποιώντας τον κόπο για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αποτελέσματος. Η «τάση» αυτή ακριβώς του ανθρώπου τον οδηγεί να συναλλάσσεται με τους συνανθρώπους του, σε ένα απέραντο δίκτυο συμφεροντολογικών μονάδων, η δράση των οποίων θα εξασφαλίσει αθροιστικά την μέγιστη ωφέλεια για όλους. Το άθροισμα λοιπόν των ατομικών συμφερόντων αυτού του Οικονομικού Ανθρώπου θα είχε ως αποτέλεσμα το καλό του συνόλου. Ο δε χώρος των συναλλαγών αυτών είναι φυσικά η αγορά. Οι άνθρωποι λοιπόν, σύμφωνα με την παραπάνω αφήγηση, έχουν τη φυσική κλίση να δημιουργούν αγορές και να συναλλάσσονται μεταξύ τους. Μία κοινωνία λοιπόν που θα άφηνε τους ανθρώπους ελεύθερους να λειτουργήσουν με βάση το ατομικό τους συμφέρον σε μία ελεύθερη και αυτορυθμιζόμενη αγορά, θα ήταν μία κοινωνία ευημερούσα και ειρηνική.

Η πεποίθηση αυτή, την οποία ενστερνίζονταν οι φιλελεύθεροι κλασσικοί οικονομολόγοι, θεμελίωσε μία νέα πίστη για τη φύση του ανθρώπου, επάνω σε απόλυτα υλιστικά κριτήρια. Η πίστη αυτή όμως παραγνώριζε την ανθρώπινη φύση, και της έδινε, με μία επιλεκτική ερμηνεία της ιστορίας που χαρακτήριζε αναδρομικά πλήθος κοινωνικών συμπεριφορών ως αγοραίες, τα χαρακτηριστικά που η ίδια επέλεξε να της δώσει. Στη πραγματικότητα, τα κίνητρα του ανθρώπου δεν είναι ποτέ οικονομικά, ή μόνο οικονομικά. Ο άνθρωπος προσπαθεί σε κάθε κοινωνία που ζει να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή κοινωνική θέση, να απολαύσει της μεγαλύτερης αναγνώρισης από τους γύρω του. Και η δράση του δεν κινούνταν ποτέ μόνο από το κέρδος, αλλά και από σειρά άλλων επιθυμιών. Πριν την εποχή μας, η οικονομία δεν ελέγχονταν από τις αγορές, αλλά μάλλον υποτάσσονταν στις κοινωνικές σχέσεις. Το οικονομικό σύστημα αποτελούσε μία μόνο λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης. Ακόμη και η κατοχή υλικών αγαθών ήταν εργαλείο για κοινωνικές σκοπιμότητες, και δεν αποτελούσε αξία καθ’ αυτή. Η παραγωγή γινόταν με σκοπό την κάλυψη των αναγκών και όχι την επιδίωξη κέρδους. Ακόμη και η ίδια η συσσώρευση, όταν δεν λάμβανε χώρα για καθαρούς λόγους συντήρησης, γινόταν για κοινωνικούς λόγους, καθώς η κατοχή αγαθών έδινε και ανώτερη κοινωνική θέση στον κάτοχο, ο οποίος όμως δεν συσσώρευε τα αγαθά αυτά, αλλά τα δώριζε ή ακόμη τα κατέστρεφε, σε μία διαδικασία επίδειξης της δύναμής του. Οι κοινωνίες πριν τη δική μας δεν ήταν κοινωνίες του κέρδους και της συσσώρευσης, αλλά κοινωνίες της συντήρησης, όπου όλοι κατανάλωναν όσα είχαν. Κεντρικοί θεσμοί σε τέτοιες κοινωνίες ήταν διάφορα συστήματα αναδιανομής, που εξυπηρετούσαν στο μοίρασμα των αγαθών, συνήθως μεταξύ της οικογένειας ή και σε επίπεδο φυλής, και συστήματα αμοιβαιότητας, για την ανταλλαγή των αγαθών μεταξύ φυλών, οικογενειών ή ατόμων. Τα συστήματα αυτά εφαρμόζονται χωρίς ιδιαίτερη γραφειοκρατία με βάση τους θεσμούς της συμμετρίας, όπου κάθε κοινότητα και άτομο έχουν τους ομολόγους τους στην ανταλλαγή, και της κεντρικότητας, σύμφωνα με την οποία τα αγαθά παραδίδονταν στον αρχηγό και στη συνέχεια διανέμονταν στη φυλή.

Η οικονομία της αγοράς αποτελεί ένα σύστημα που ελέγχεται αποκλειστικά από τις αγορές. Η ζήτηση, η προσφορά, εξαρτώνται από τις τιμές της αγοράς. « Η αυτορύθμιση συνεπάγεται ότι ολόκληρη η παραγωγή προσφέρεται προς πώληση στην αγορά ως εμπόρευμα, και ότι όλα τα εισοδήματα πηγάζουν από τέτοιες πωλήσεις. Συνεπώς υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας». Αυτό που πριν αποτελούσε την εργασία, τη γη και το χρήμα, εμπορευματοποιείται και πωλείται στην αγορά, λαμβάνοντας ως αντιπαροχή το μισθό, τη πρόσοδο, και τους τόκους αντίστοιχα. Η γη όμως, η εργασία και το χρήμα μόνο πλασματικά καθίστανται εμπορεύματα. Στη πραγματικότητα η εργασία είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή και η γη μέρος της φύσης,. Η μεταχείριση τους ως εμπορεύματα δε μπορεί παρά να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή των ανθρώπων και το περιβάλλον. Η διακύμανση δε της τιμής του χρήματος σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς θα απέβαινε καταστροφική όχι μόνο για τους απλούς ανθρώπους, αλλά και για τις επιχειρήσεις, που δε θα μπορούσαν να αντέξουν τις απότομες αλλαγές. Για να λειτουργήσει όμως η αυτορυθμιζόμενη αγορά, πρέπει κανένα μέτρο να μην εμποδίσει το μετασχηματισμό αυτό.

Αν και οι φιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι το σύστημα κατέρρευσε επειδή νοθεύτηκε, πράγμα που έγινε λόγω έλλειψης υπομονής και διορατικότητας, και μέσω αντιφιλελεύθερων συνομωσιών και ιδεολογιών, ο Polanyi υποστηρίζει ότι «η στροφή προς τον εθνικό και κοινωνικό προστατευτισμό προήλθε αυθόρμητα από την ανάδειξη των αδυναμιών και των κινδύνων που ήταν εγγενείς στο σύστημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Βεβαίως στη συνέχεια τα υπάρχοντα συμφέροντα συγκρούστηκαν ή συνάψανε συμμαχίες. Η τάση όμως αυτοπροστασίας της κοινωνίας από τη λαίλαπα της ελεύθερης αγοράς ήταν αυθόρμητη και εκφράστηκε από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Από το 1870 και μετά, χωρίς καν να προκύψει αλλαγή στις αντιλήψεις των κυριάρχων, από ποικίλες και όχι απαραίτητα αντιφιλελεύθερες πολιτικές συνιστώσες, λήφθηκαν ένα σωρό αντιφιλελεύθερα, «κολεκτιβιστικά» μέτρα, αποζημιώσεις, κοινωφελείς υπηρεσίες, επιδόματα κλπ. Όλα αυτά προέκυψαν ως πραγματιστική αντανακλαστική αντίδραση σε ένα ανεπαρκές σύστημα.

Ο πολιτισμός του 19ου αιώνα καταστράφηκε μαζί με την αγορά. Χρειάστηκαν βέβαια δύο μεγάλοι πόλεμοι για να ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός, αλλά στο τέλος δεν είχε μείνει τίποτα από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Ένας νέος κόσμος γεννιόταν. Βασικά χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα ήταν μία άναρχη εθνική κυριαρχία. Εθνική γιατί τα κράτη καθόριζαν τη κοινωνική και νομισματική πολιτική στο εσωτερικό τους. Και άναρχη γιατί στην φιλελεύθερη αφήγηση τα κράτη δεν αποτελούσαν δρώντα υποκείμενα. Υπήρχε μόνο μια παγκόσμια αγορά και τα άτομα. Την ίδια στιγμή η λογική αυτή, καθώς και η ανάγκη διατήρησης του κανόνα του χρυσού οδηγούσε σε παρέμβαση στις υποθέσεις τρίτων χωρών. Με το τέλος της οικονομίας της αγοράς, έγινε ένα πέρασμα σε ένα σύστημα αυτόνομης εθνικής ανάπτυξης, ενώ την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα οικονομικής συνεργασίας. Κάθε χώρα θα μπορεί να ρυθμίσει την αγορά της, μέσω της πολιτικής, και με αυτούς τους όρους να συνεργαστεί και με άλλες χώρες. Η οικονομία χάνει την αυτονομία της και υποτάσσεται ξανά στη κοινωνία και την πολιτική. Γίνονται έτσι απαραίτητες όλες εκείνες οι παρεμβάσεις που θα προστατεύσουν τα μέλη της κοινωνίας και θα τους παράσχουν την απαραίτητη αλλά και εφικτή για τη βιομηχανική εποχή ευημερία και πρόοδο.Αυτές οι παρεμβάσεις πρέπει όμως να μη στερούν την ελευθερία από κανέναν. Τα ατομικά δικαιώματα πρέπει να γίνουν σεβαστά. Αντίθετα, η κρατική παρέμβαση έχει στόχο να περιορίσει την ελευθερία των προνομιούχων μόνο όσο απαιτείται για να απολαύσει το σύνολο της κοινωνίας την ίδια ελευθερία. Η ουτοπία μίας κοινωνίας χωρίς εξουσία και πολιτική παρέμβαση καταλήγει είτε στην αποτυχημένη και ασυνεπή με την πίστη της αυτή φιλελεύθερη αντίληψη, είτε στην απόλυτη άρνησή της, το φασισμό. Το ιδανικό βρίσκεται στη μέση, στο σοσιαλισμό, κατά τον συγγραφέα. Ο τελευταίος είναι σε θέση να διανείμει τα αγαθά και να επιτρέψει την ελευθερία με δημοκρατικούς όρους, χωρίς κατάφωρη παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων κανενός. Αλλά οφείλουμε να αποδεχτούμε την πρωταρχικότητα της πολιτικής για το σκοπό αυτό.